Γράμματα & Τέχνες Περισσότερο διαβασμένα Συνεντευξεις

“Ο Γιώργης Μελίκης της Παράδοσης, ο ακούραστος και ονειροπόλος ερευνητής της” / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή

Είναι διαφορετικός. Σ’ έναν κόσμο που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το μέλλον χωρίς να βιώνει το παρόν και αγνοώντας το παρελθόν, ο Γιώργης Μελίκης ερευνά το παρελθόν και προσπαθεί με πάθος να δείξει τις βαθιές του ρίζες, που θα έπρεπε να τροφοδοτούν το παρόν αλλά και το μέλλον.

Δημοσιογράφος με την ουσιαστική σημασία της λέξης, με διαρκή παρουσία στην εφημερίδα, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, με χιλιάδες εκπομπές, ερευνητής της Παράδοσης χρόνια ολόκληρα, με σημαντικές βραβεύσεις στην Ελλάδα και το Εξωτερικό για την προσφορά του αυτή στον Πολιτισμό, συγγραφέας, κρατά για τον εαυτό του μόνο τον τίτλο που του δώσανε άλλοι, αλλά τον χαρακτηρίζει απόλυτα, «ο Μελίκης της Παράδοσης».

Με περιμένει στο «Εθνογραφικό Κέντρο Έρευνας  Γιώργης Μελίκης»,  που υπήρξε το πατρικό του σπίτι, ένα αρχοντικό  που  αντηχεί μνήμες  και λειτουργεί τώρα ως μουσείο, συμπυκνώνοντας στο περιεχόμενό του τα χρόνια μιας ατέλειωτης έρευνας.

Είτε ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του «Κέντρου» μιλώντας για τα εκθέματά του και δείχνοντάς τα με περηφάνεια αλλά και με συγκίνηση, είτε κοιτάζοντάς σε πίσω από το παλιό του γραφείο, με φόντο τη βιβλιοθήκη του, ο Γιώργης Μελίκης είναι καθηλωτικός με το βλέμμα και το λόγο του.

Λόγος χειμαρρώδης, γνήσιος, τολμηρός, διεισδυτικός… Ματιά καθαρή, και γύρω του όλα, μέχρι και την πιο μικρή λεπτομέρεια, να αναδίδουν την προσωπικότητά του με τρόπο ατμοσφαιρικό. Και αφήνεσαι στη γοητεία του πάθους του για την Παράδοση, πάθος που θυμίζει αποστολική αυταπάρνηση.

Είστε από τους γνωστότερους σήμερα στην Ελλάδα ερευνητές του Λαϊκού Πολιτισμού και με διεθνή αναγνώριση. Πώς ένα παιδί από ένα μακεδονίτικο κεφαλοχώρι, τη Μελίκη, φτάνει τόσο ψηλά και τόσο μακριά; Πότε και πώς ξεκίνησε το πάθος για την έρευνα; Ποια ήταν τα παιδικά χρόνια, οι γονείς, οι επιδράσεις; Ποια ήταν η πορεία του Γιώργη Μελίκη μέχρι να καταλάβει ότι η Παράδοση ήταν γι’ αυτόν στόχος ζωής;

Μενέλαος Λουντέμης «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα»… Αν έφτασα ψηλά ή μακριά, το ‘κανα μετρώντας τ’ άστρα… Ακόμη και τώρα τα μετράω τ’ άστρα. Ακόμη και τώρα βλέπω το φεγγάρι, ακόμη και τώρα ονειροπολώ… Δεν ξέρω πραγματικά αν έφτασα μακριά ή ψηλά, αλλά τουλάχιστον άπλωσα τα χέρια μου κι απ’ την κληματαριά των ονείρων μου κράτησα μέσα τους κάποια τσαμπιά σταφύλι.

Είμαι πια σε μια ηλικία που δεν έχω κάποια απωθημένα. Και κάτι που αξίζει να ειπωθεί είναι ότι δεν έχω διαγκωνιστεί ποτέ, γιατί στο χώρο που τουλάχιστον εγώ κινούμαι – όχι τόσο τον δημοσιογραφικό, γιατί εκεί είναι πιο σκληρά και άγρια τα πράγματα- μιλώ για τον χώρο της Παράδοσης, εδώ υπάρχουν όλα τα στοιχεία της ανοχής, που δε χρειάζεται να κουνήσεις τους αγκώνες σου, για να διαγκωνιστείς, εδώ χωράμε όλοι.

Δε ζηλεύω. Δεν είμαι άνθρωπος που ζηλεύει κι αυτό είναι πολύ καλό. Ζηλεύω όμως κάτι πάρα πολύ, ζηλεύω τα ταξίδια. Παρόλο που έχω ταξιδέψει σε πολλές χώρες του κόσμου, αν αύριο κάποιος μου πει πως πάει κάπου κοντά, στη Ρώμη, στη Σόφια ας πούμε, τότε ζηλεύω. Δε χόρτασα ποτέ τα ταξίδια…

Ας γυρίσουμε όμως πίσω, στα παιδικά μου χρόνια. Τα παιδικά μου χρόνια είναι ο παράδεισός μου. Είναι τόσο πολύ καθοριστικά… Είχα την τύχη να γεννηθώ από δυο λατρεμένους γονείς. Η μάνα μου δεν είχε τελειώσει καν το Δημοτικό κι ο πατέρας μου το τέλειωσε μετά βίας κι όμως δε μου στέρησαν ποτέ πράγματα που θεωρούνταν παράξενα για την εποχή τους.

Το 1967-’68 τους λέω πως θέλω να γίνω δημοσιογράφος. Εκείνοι δεν ‘ξέραν τι ήταν κάτι τέτοιο, το μπερδεύαν με το …συμβολαιογράφος! Παρόλα αυτά δε μου το αρνήθηκαν. Όταν αργότερα τους λέω πως θέλω να πάω στην Αγγλία για σπουδές στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, στο ΒΒC, μου λέει ο πατέρας μου «κάπου το έχω ακούσει αυτό το ΒΒC, δεν ξέρω ακριβώς τι είναι, αλλά, αφού θέλεις να πας, πήγαινε». Δεν είχαν μεγάλη οικονομική άνεση, ποτέ όμως δεν μας στέρησαν, σε μένα και στην αδελφή μου, κάτι.

Έκανα, λοιπόν, σπουδές, αλλά σπουδές που τις αγαπούσα, σπουδές έξω από στενάχωρα καλούπια. Για παράδειγμα, δε θα μπορούσα ποτέ να γίνω φιλόλογος. Παρόλο που δούλεψα στην Ακαδημία Αθηνών και στο Λαογραφικό συνεργάστηκα στενά, δε θέλησα ποτέ να γίνω φιλόλογος. Δεν ξέρω αν έχασα ή κέρδισα. Παρά την πίεση πολλών φίλων μου Καθηγητών, δεν έκανα διδακτορικό, δεν μ’ ενδιέφερε να το κάνω.

Έκανα όμως και σπουδές που ίσως δε χρειάζονταν, όπως σεμινάρια στο Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, αφού τελείωσα Πολιτικές Επιστήμες και Κοινωνιολογία. Στην πορεία δε μου χρειάστηκαν και πολλά πράγματα από τις σπουδές μου, γιατί αυτά που έκανα στη συνέχεια ήταν πράγματα βιωματικά, πράγματα της ψυχής… Είναι το  DNA και το έρμα που κουβαλάει ο καθένας μας, για να ξανοιχτεί σε οποιονδήποτε γνωστικό ωκεανό.

Τα παιδικά χρόνια με τα τραγούδια, τους χορούς του τόπου, τις ευωδιές, οδηγούν στο δρόμο της Παράδοσης, που αργότερα θα συνειδητοποιήσετε πως σας καλεί;

Οι αισθήσεις είναι καθοριστικές στη διαμόρφωση παραστάσεων και δεν είναι μόνο πέντε.  Σκεφτείτε το υποσυνείδητο του καθένα μας… Παράδειγμα ένα ζεστό καρβέλι που βγαίνει από το φούρνο δεν έχει να κάνει μόνο με την όραση, την αφή και τη μυρωδιά, έχει να κάνει με πολύ βαθύτερα ένστικτα, ένστικτα πρωτογενή. Έχει να κάνει με την ίδια την υπαρξιακή μας οντότητα, με άλλους κόσμους βαθύτερους που κουβαλά ο καθένας μας.

Γεννήθηκα εδώ στη Μελίκη, σε μια εποχή που ο κόσμος χόρευε και σ’ ένα χωριό που κάνει πολύ σαματά γύρω από τα πολιτιστικά, με τα Καρναβάλια του, με τα Ρουγκάτσια του, με τις Λαζαρίνες του… Αργότερα στα τοπικά έθιμα προστέθηκαν και έθιμα που μας έφεραν οι Θρακιώτες, όπως τ’ Αναστενάρια κι ο Καλόγερος, κι έτσι όλο το χρόνο σχεδόν έχουμε δράσεις, χορούς, πανηγύρια!

Η Μελίκη και τα χωριά μας εδώ γύρω είναι πολύ ενεργά και συμμετοχικά στις εθιμικές δράσεις μέσα στον κύκλο του χρόνου.

Από τα γεννοφάσκια μου, λοιπόν, έζησα μέσα σ’ αυτό το κλίμα, σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, ήταν δυνατόν να μην επηρεαστώ;

Και ποια στάθηκε η αφορμή να στραφείτε στην έρευνα της Παράδοσης; Σας οδήγησε κάποιος εκεί; Είχατε το Μέντορά σας;

Δεν είχα. Μέντορας για μένα ήταν η γιαγιά μου! Εγώ είχα την ανάγκη να την πλησιάσω, να την ακούσω να τραγουδάει, να τη δω να κεντάει, να ψάξω τις απαρχές της οικογένειάς μου και του τόπου μου. Είμαστε γηγενείς μελικιώτες αιώνες τώρα. Και η λέξη Μελίκ στα αραβοπερσικά σημαίνει ηγεμόνας. Γύρω στα 1250 ο γαμπρός του Παλαιολόγου της Νίκαιας, που κρατά τον τίτλο Μελίκ, έρχεται στη Βέροια και εγκαθιστά στον κάμπο της τους πρώτους κολίγους, που φτιάχνουν τις πρώτες καλύβες υλοτομώντας κυρίως. Έτσι, λοιπόν, ο τίτλος αυτός, το προσωνύμιο, έγινε τοπωνύμιο. Μελίκ, Μελίκη, πάντα στο διάβα των αιώνων.

Για το χωριό μου καμαρώνω για πολλούς λόγους. Όχι μόνο γιατί μου χάρισε τ’ όνομά του, αλλά και γιατί αναφέρεται σε πολλά τραγούδια, γιατί τα γύρω χωριά ονομάζονται μελικοχώρια, γιατί έχει τη δική του στράτα, τη μελικιόστρατα -παλιός δρόμος που καταλήγει στην Εγνατία- όπου η Αρχαιολογία ίσως αργότερα ανακαλύψει ενδιαφέροντα πράγματα.

Ήταν πάντα κεφαλοχώρι, ένα χωριό, που, ενώ υπαγόμαστε γεωγραφικά στην ομάδα του Ρουμλουκιού, στα 57 χωριά που το αποτελούν,  παρά το μικρό πληθυσμό της σε σχέση με την Αλεξάνδρεια, που είναι η διοικητική πρωτεύουσα, δεν έπαψε ποτέ η Μελίκη να είναι η πνευματική πρωτεύουσα του Ρουμλουκιού.

Όλα όσα είπατε αντανακλούν την αγάπη για το χωριό σας αλλά και ιδιαίτερα το «Γιώργης Μελίκης» που είναι πια η πνευματική σας ταυτότητα, χωρίς να αποτελεί το πραγματικό σας όνομα.

Το Γιώργης και όχι Γιώργος, όπως με φώναζαν εδώ –και μάλιστα πολλοί Γιωργάκη, γιατί ήμουν το καλομαθημένο παιδί μιας μεγάλης πατριαρχικής οικογένειας-  ξεκινά από τα φοιτητικά μου χρόνια. Οι εποχές εκείνες ήταν πιο ηρωικές και ήμασταν ο περισσότεροι ενταγμένοι σε κινήματα. Μου άρεσε και το κράτησα. Όσο για το Μελίκης, με το οποίο έγινα γνωστός ως δημοσιογράφος, ερευνητής και συγγραφέας, είναι σαφώς πιο σύντομο και εύηχο από το πραγματικό, Καραγκιοζόπουλος,  στο οποίο όμως έρχονται (γελώντας) οι τζερεμέδες και οι λογαριασμοί!

Αφήνουμε για λίγο τον όρο ερευνητής, ο οποίος σας χαρακτηρίζει πέρα για πέρα, και πάμε στη δημοσιογραφική σας ιδιότητα. Υπήρξατε δημοσιογράφος σε εφημερίδες και τηλεόραση. Πόσο η δημοσιογραφία στήριξε την έρευνα αλλά και τη διάδοση της έρευνας στο πλατύ κοινό; Αν δεν ήσασταν δημοσιογράφος θα είχατε το ίδιο αποτέλεσμα;

Ποτέ δεν υπήρξα δημοσιογράφος που έτρεχε πίσω από μια είδηση ζεστή και σπαρταριστή. Υπήρξα όμως από τους πρώτους δημοσιογράφους στην Ελλάδα που σπουδάσανε δημοσιογραφία, που πήρανε πτυχίο δημοσιογραφίας.

Πέρασα απ’ όλα τα είδη του ρεπορτάζ ξεκινώντας από τα φαρμακεία. Είχα όμως την πολυτέλεια στην πορεία να αφιερωθώ στο πολιτιστικό ρεπορτάζ, αυτό που πάντα μ’ ενδιέφερε. Παρόλο που πέρασα απ’ όλες τις θέσεις, του αρχισυντάκτη, του διευθυντή σύνταξης, το ρεπορτάζ μου ήταν το πολιτιστικό ρεπορτάζ.

Έχοντας όμως όλο αυτό το background κι όλη αυτή την αγάπη για την Παράδοση, τα πάντρεψα όλα  μ’  έναν ωραίο τρόπο και πρόβαλα την παράδοση βάζοντας την υπογραφή μου. Σήμερα οι περισσότεροι με ξέρουν όχι ως δημοσιογράφο αλλά ως λαογράφο.

Τα έντυπα μέσα, όπως η «Μακεδονία», που έβγαζε 120-130.000 φύλλα, είχαν ασύλληπτη δυναμική. Επομένως, ένα δημοσίευμα στη «Μακεδονία» τότε είχε πολύ μεγάλη δύναμη για ένα τέτοιο γεγονός, μια πολιτιστική λαογραφική εκδήλωση.

Το ραδιόφωνο, όπου έκανα τις πρώτες μου εκπομπές –τότε δεν υπήρχε η τηλεόραση- ήταν ένα εξαιρετικά δυναμικό λαϊκό μέσο! Και μάλιστα και τώρα, μετά από τόσα μέσα επικοινωνίας, το ραδιόφωνο εξακολουθώ να το αγαπώ, γιατί έκανα πολλά πράγματα σ’ αυτό. Η τηλεόραση μπορεί να μου χάρισε μεγαλύτερη αναγνώριση, αλλά  το ραδιόφωνο είναι ένα μέσο καταλυτικό, προσωπικό και συνάμα λαϊκό. Ακόμη και τώρα στο γραφείο μου το έχω ανοιχτό και ακούω τα προγράμματα της επιλογής μου.

Επομένως, συνοψίζοντας, η δημοσιογραφική μου ιδιότητα και τα μέσα επικοινωνίας στήριξαν δυναμικά την έρευνά μου και την προβολή της.

Αλλά ξέρετε κάτι; Αυτό το έλεγα συχνά στα παιδιά, στους νεαρούς συναδέλφους δημοσιογράφους. Μια καρέκλα, είτε είναι στην ΕΡΤ, στην τηλεόραση, είτε είναι στη «Μακεδονία», σε μια μεγάλη εφημερίδα, δε μπορεί να σε κρατήσει, αν δεν την κρατήσεις εσύ πρώτα. Δεν είναι δύσκολο να κάτσεις στην καρέκλα, πρέπει όμως να δώσεις βάρος στην καρέκλα με την οντότητά σου, γιατί διαφορετικά η καρέκλα, όλες οι καρέκλες σ’ όλα τα μήκη και πλάτη είναι αμείλικτες και περιμένουνε κάποιον άλλο να τις καθίσει. Πρέπει εσύ να οντοποιήσεις τη θέση και όχι εκείνη εσένα. Αν υπάρξει συγκερασμός, είναι το καλύτερο. Αν το πέτυχα, θα το πουν άλλοι, όχι εγώ.

Το 2011 ιδρύσατε στη Μελίκη το «Εθνογραφικό Κέντρο ‘Ερευνας Γιώργης Μελίκης», ένα γοητευτικό και πρωτότυπο κέντρο, όπου χτυπάει η καρδιά του Λαϊκού Πολιτισμού. Ποιος ήταν ο στόχος σας όταν το αποφασίσατε, πώς συγκεντρώθηκε το υλικό και ποια απήχηση είχε εδώ στην Ημαθία και ευρύτερα στην Ελλάδα;

Το πατρικό μου σπίτι είναι ένας μεγάλος χώρος, 1300 τετραγωνικά περίπου. Είναι ένας χώρος που οι περιστάσεις και οι συγκυρίες το έφεραν έτσι που διαμορφώθηκε πια σε μουσείο. Συντηρούσα πάντα συλλογές και μέσα από δημοσιογραφικές προσεγγίσεις συγκροτήθηκε αυτός εδώ ο χώρος σε χώρο ανοιχτό πια, δημιουργώντας αυτό το Εθνογραφικό Κέντρο.

Εδώ μέσα δεν κινηθήκαμε με τη λογική να συγκροτήσουμε ένα λαογραφικό μουσείο. Δε μας ενδιαφέρει αυτό. Δε μας νοιάζει να πάρουμε πέντε φορεσιές και να τις αραδιάσουμε σε κάποιες βιτρίνες.

Έπρεπε να υπάρχει μια μουσειολογική προσέγγιση, μια μουσειολογική μελέτη. Αυτή βασίστηκε σε δύο σκέλη. Το πρώτο είναι οτιδήποτε καταγραφικά υπήρχε και υπάρχει και αφορά τον άυλο πολιτισμό, και το δεύτερο τον υλικό πολιτισμό.

Ας πάρουμε τον άυλο πολιτισμό. Υπήρχαν και υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα. Χιλιάδες καταγραφές δημοτικών τραγουδιών. Πάνω από 400 ώρες τηλεοπτικό υλικό και 60.000 φωτογραφίες που κάθε φορά εμπλουτίζονται. Καταγραφές από τον «Λαϊκό Χειμώνα», που γίνονταν στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, κι από όπου περίπου πέρασαν πάνω από 6.000 λαϊκοί οργανοπαίκτες και τραγουδιστές…

Αυτά και μόνο συγκροτούν ένα μεγάλο κεφάλαιο, που εγώ δε θα προλάβω να το ψηφιοποιήσω και να το αξιοποιήσω, και γι’ αυτό το ονομάζω Εθνογραφικό Κέντρο Έρευνας, γιατί ουσιαστικά εδώ έχουμε όλη την επιστημονική υποδομή για έρευνα. Αν έρθουν, για παράδειγμα, πέντε φοιτητές εδώ Λαογραφίας της Μουσικής και θελήσουν να κάνουν τις διπλωματικές τους εργασίες ή τα διδακτορικά τους, προφανώς και θα βρουν πλουσιότατο υλικό για τις εργασίες τους.

Η συνεργασία μας δε με την Εφορεία Αρχαιοτήτων, και με το «Σύλλογο των Φίλων του Εθνογραφικού Κέντρου», με Πρόεδρο την Αγγελική Κοτταρίδη, την αγαπημένη φίλη, και με τους υπόλοιπους αρχαιολόγους της ΕΦΑ Ημαθίας, μας βοηθά αφάνταστα, αφού χάρη στις γνώσεις και τις υποδείξεις τους πορευόμαστε. Έτσι το Κέντρο αποκτά μια επιστημονική οντότητα.

Όσον αφορά στον υλικό πολιτισμό. Η Μελίκη, όπως είπαμε και πριν, είναι ένα χωριό με πολλές πολιτιστικές δράσεις. Αυτές θελήσαμε να αναδείξουμε. Παίρνοντας, λοιπόν, τον κύκλο του χρόνου, και αρχίζοντας από τα Χριστούγεννα, φτάνουμε στην επόμενη χρονιά, μέσα από τα ήθη και τα έθιμα και μέσα από τις δράσεις, πολλές από τις οποίες γίνονται κι εδώ, μέσα στο χώρο.

Επομένως δεν είμαστε ένα μουσείο στατικό αλλά ένα μουσείο δράσεων, δράσεις λαογραφικές, καλλιτεχνικές… Είμαστε ένας χώρος με πολλές βιωματικές δράσεις, οι οποίες ακολουθούν, όπως είπα, τον κύκλο του χρόνου.

Ξεκινάμε, λοιπόν, από τα Ρουγκάτσια, που γίνονται το Δωδεκαήμερο, στη συνέχεια το Φλεβάρη πάμε στο Καρναβάλι της Μελίκης, που γίνεται χρόνια τώρα. Μέσα στο Καρναβάλι οι Θρακιώτες μάς φέρανε και τον «Καλόγερο», ένα πολύ σημαντικό δρώμενο λαϊκής λατρείας, από τα μοναδικά σήμερα στην Ελλάδα και που είναι πολύ γνωστό σ’ όλο τον επιστημονικό κόσμο. Το Πάσχα έχουμε τις Λαζαρίνες. Το Μάη ακολουθούν τα Αναστενάρια. Το Σεπτέμβρη έχουμε το πανηγύρι μας, με τις πολύ σημαντικές δράσεις πού κάνει ο «Λαογραφικός Όμιλος Μελίκης και Περιχώρων», ένας ιστορικός σύλλογος-ομπρέλα όλων μας εδώ. Τον προσέχουμε και τον αγαπάμε. Είμαστε όλοι παιδιά του, όλοι περάσαμε απ’ αυτόν.

Το κάθε έθιμο απ’ αυτά με την πλοκή και τη δράση του έχει μεγάλη σημασία, εθνογραφική, λαογραφική και δεν μπορεί να περιοριστεί στα πλαίσια μιας θεματικής βιτρίνας. Υπάρχουν τα πρόσωπα και οι πληροφορίες, ώστε το παιδί ή ο μεγάλος που θα ‘ρθει, τη μέρα που γίνονται παράδειγμα τα Ρουγκάτσια ή ο Καλόγερος, να έχει μια ολοκληρωμένη πληροφόρηση, ώστε φεύγοντας από ‘δω, και βγαίνοντας στους δρόμους της Μελίκης, να ξέρει να ερμηνεύσει τους συμβολισμούς που θα συναντήσει στα δρώμενα.

Παράδειγμα, ο Καλόγερος δε συμβολίζει κάποιον καλόγερο μοναστηριού, αλλά τον καλό γέρο που φέρνει την καλή χρονιά… Οι Λαζαρίνες μας πάλι έχουν σχέση με τις καλές νυφάδες του χωριού και δεν έχουν καμιά σχέση με την έγερση του Λαζάρου. Είναι ένα έθιμο που μ’ όλη τη σημειολογία του, το υπερβολικό στόλισμα, δίνεται στην κοπέλα η δυνατότητα να εντυπωσιάσει πηγαίνοντας στην πεθερά, καθώς θα την κοιτάζει ο γαμπρός μέσα από το παράθυρο…  Φυσικά κάτι τέτοιο δημιουργεί μία ξεχωριστή γοητεία με την ερωτική ατμόσφαιρα που αναδίδει μέσα στην Άνοιξη. Και βέβαια θέλουμε να προβάλουμε και τη μοναδική μας φορεσιά με το χαρακτηριστικό κεφαλοδέσιμο. Την λεγόμενη περικεφαλαία του Αλέξανδρου, καμαρώνοντας για την καταγωγή της από την εποχή των μακεδόνων βασιλιάδων, και που φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Αυτά τα πράγματα θέλουμε να αναδείξουμε με την ύπαρξη του Εθνογραφικού μας Κέντρου.

Όμως έχουμε και δύο συλλογές για τις οποίες καυχιόμαστε.  Η μία είναι «Τάματα λατρείας- Ανθρώπινες ιστορίες- Αναστενάρια». Με αφορμή, λοιπόν, και με επίκεντρο το συγκεκριμένο φυσικό χώρο, και τα εκατοντάδες τάματα που υπάρχουν πάνω στις εικόνες, εδώ και πολλά χρόνια συγκέντρωσα μία σειρά από τάματα, τα ορθόδοξα προσκυνήματα, τα οποία είναι κοντά στις 2.500. Είναι μια μοναδική συλλογή και καμαρώνουμε γι’ αυτήν.

Η άλλη μας συλλογή, μοναδική στην Ελλάδα, είναι η συλλογή με τις μάσκες. Μάσκες όχι καρναβαλίστικες αλλά μάσκες από δρώμενα και πρακτικές Μεταφυσικής, τις οποίες συναντάμε σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, που αναδεικνύουν την ανάγκη του ανθρώπου να ξεφύγει ή να φιλιώσει με ορισμένες απειλές, να τις εξευμενίσει.

Για παράδειγμα, προκειμένου να εξευμενίσει την αρκούδα που τρώει τα ζωντανά του, ντύνεται κι ο ίδιος αρκούδα, υιοθετώντας αυτόν τον μαγικο-θρησκευτικό τρόπο. Ταυτίζεται με την απειλή και προσπαθεί έτσι να την αντιμετωπίσει. Ο μεγαλύτερος  φόβος είναι μέσα στο κεφάλι μας. Όταν αντιμετωπίσεις αυτόν τον φόβο, τον νικάς. Μα, θα πείτε, δεν κατέβαιναν στη συνέχεια οι αρκούδες, δεν τρώγανε τα ζώα τους; Κατέβαιναν. Όλη όμως αυτή η τελετή στην ψυχολογία των ανθρώπων γινόταν με τέτοιο επιτελεστικό τρόπο που πείθονταν ότι τις νικούσαν.

Έχουμε γύρω στις 120 μάσκες που γίνανε μ΄ αυτό το σκεπτικό. Είναι φτιαγμένες από γήινα και ζωικά υλικά. Δέρματα, κόκκαλα, ξηρούς καρπούς, πράγματα που περιβάλλουν τον άνθρωπο στον τόπο του.

Και οι δυο συλλογές μας είναι μοναδικές και δύσκολες και στη συγκρότησή τους και στη συλλογή τους. Ιδιαίτερα οι μάσκες είναι φθαρτή συλλογή. Το φυσικό δέρμα είναι πολύ ευαίσθητο. Και βέβαια, αυτό που ενδιαφέρει είναι η αισθητική, η λαϊκή αισθητική.

Και φυσικά, δεν έχει για μας σημασία το υλικό από το οποίο αποτελείται κάτι, αλλά η ίδια η πράξη στην οποία οδηγεί. Παράδειγμα τα τάματα. Η προσφυγή του λαϊκού ανθρώπου στο τάμα, ώστε μέσα από ένα χέρι, κεφάλι ή οτιδήποτε άλλο να εκφράσει την αγωνία ή την ευγνωμοσύνη του στο θείο, η ίδια η πράξη και όχι το απλοϊκό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα έχει αξία.

Η αξία τους λοιπόν είναι η λαϊκή έκφραση, που αποτυπώνεται σ ΄ένα κομμάτι μέταλλο, χωρίς ίσως σημαντική οικονομική αξία, αλλά με μεγαλύτερη ακόμη αξία, γιατί είναι κίνηση της ψυχής.

Τι δυσκολίες συναντήσατε στο να συλλέξετε τα αντικείμενα των συλλογών σας, που μάλιστα προέρχονται και από άλλα μέρη της Ελλάδας και όχι μόνο από την περιοχή μας;

Κάποιες αρχές μου και κάποιες ευαισθησίες μου, παρά το γεγονός  ότι θα μπορούσα αυτήν τη στιγμή να έχω πολλά σημαντικά πράγματα από τον καιρό που ξεκίνησα να μαζεύω, με εμπόδισαν να δεχτώ αντικείμενα.

Θα μπορούσα να έχω πάρα πολλά κοσμήματα για παράδειγμα, και άλλα στοιχεία από φορεσιές των γυναικών της περιοχής μας. Κι όμως δεν τα ζήτησα, αντίθετα τα αγόρασα. Και ξέρετε γιατί; Για να μην μπορεί να πει ποτέ κανείς πως μου τα έδωσε ή πως του τα πήρα. Δεν ήθελα να ακούσω τα οποιαδήποτε σχόλια. Άσχετα αν κατέληξαν σε χέρια που δεν μπόρεσαν να τα εκτιμήσουν…

Εμείς εδώ είμαστε ένα μοναδικό μουσείο, γιατί, τόσο σε κτιριακή υποδομή, όσο και σε συλλογές, είναι όλα περιουσία μας. Δε μας έχει χαριστεί τίποτα απολύτως. Είναι όλα, μα όλα, αγορασμένα, εκτός από κάποια ελάχιστα που βρέθηκαν στην οικογένεια.

Είμαστε ένας χώρος που λειτουργούμε εθελοντικά, λειτουργούμε χάρη στην καλή διάθεση των εθελοντών. Είναι επιστήμονες που αγαπούνε το χώρο, έχουν κλειδιά, κάνουν ξεναγήσεις και είναι εξαιρετικοί.

Είναι ο Αχιλλέας ο Τσιάρας, ο Σωτήρης ο Τσιρογιάννης, η Γιούλη η Δήμου, ο Ηλίας Χρυσοστομίδης, η Ζωή η Βεσυροπούλου… Χωρίς αυτούς θα ήταν πολύ φτωχότερο το Εθνογραφικό μας Κέντρο. Ο ιστορικός μας ο Γιάννης Μοσχόπουλος, η Μαρία Χειμωνοπούλου από την Εφορεία Αρχαιοτήτων, ο Γιάννης ο Γρεκός… και βέβαια η Αγγελική Κοτταρίδη, που είναι η ψυχή και Πρόεδρος του Εθνογραφικού μας Κέντρου. Υπάρχει Σύλλογος Φίλων του Εθνογραφικού μας Κέντρου.

Πώς στηρίζεται οικονομικά η λειτουργία του Κέντρου; Μπορεί να είναι υπόθεση ψυχής για όλους σας και κυρίως για σας, η οικονομική στήριξη όμως είναι απαραίτητη προϋπόθεση βιωσιμότητας. Υπάρχει κάποια επιχορήγηση από την Πολιτεία;

Εδώ, σ’ αυτούς τους χώρους μας, δεν έχει μπει ποτέ ούτε μία δραχμή, ούτε ένα ευρώ! Όταν εγώ αποφάσισα να στήσω το Κέντρο, σε μια διαδικασία που στην πορεία το «εγώ» έγινε «εμείς», ξεκίνησα από μια αντίληψη ότι μπορώ να το κάνω. Στη συνέχεια το όνειρο αποδείχτηκε πολύ πιο έγχρωμο απ’ ότι εγώ το περίμενα, πιο ωραίο, πιο μεγάλο αλλά και πιο απαιτητικό. Μετατράπηκε σε πρόκληση που την αντιμετωπίζουμε καθημερινά.

Δε μας βοήθησε κανείς. Έχω όμως να πω το εξής, αν ο Πολιτισμός φορούσε ρούχα ζητιάνου, θα ήταν ένας έκπτωτος Πολιτισμός. Από ‘δω έχουν περάσει πρωτοκλασάτοι πολιτικοί που διαθέταν εξουσία, κι από μόνοι τους δεν είχαν την ευαισθησία, μέσα από τις δυνατότητές τους, να ενδιαφερθούν για τη στήριξη και προπαντός τη συνέχεια του χώρου μας. Το έθεσα ως θέμα αλλά δεν έγινα πιεστικός. Θα έπρεπε εκείνοι να το κάνουν. Με τις ελάχιστες δυνατότητες που έχω εγώ, θέλω να κινούμαι ως ευπατρίδης του Πολιτισμού και όχι ως ζήτουλας. Και να το κάνω και με τα λόγια μου και με τις πράξεις μου.

Ας πάμε για λίγο στ’ Αναστενάρια, μια μαγικο-θρησκευτική τελετή, που διατηρεί πάντα μια γοητεία για όλους, αφού ξεφεύγει από τα όρια της λογικής και της επιστήμης και δημιουργεί ερωτηματικά. Είστε αναστενάρης από παιδί. Πώς βιώνετε αυτήν την εμπειρία; Αλλά, αν και είστε ονειροπόλος, όπως δηλώνετε, η όλη σας πορεία και δράση δεν είναι αποκομμένη από τον ορθολογισμό. Αναστενάρια, λοιπόν, και αναστενάρηδες στη Μελίκη. Τι έχετε να πείτε;

Είμαι αναστενάρης από τα δώδεκά μου χρόνια. Το ερώτημά σας μου έγινε πολλές φορές, είναι εύλογο.

Αν σας πω ότι δεν ξέρω, δε γνωρίζω, τι θα πείτε; Και δεν είναι ότι αποφεύγω να απαντήσω. Δεν είναι φτωχά τα ελληνικά μου για να αποδώσω τις έννοιες. Είναι κάτι που κρατάει όσο το φτερούγισμα της καρδιάς και το πετάρισμα του ματιού. Έτσι γίνεται η υπέρβαση και πατάς στη φωτιά και δεν καίγονται τα πόδια σου. Αν μπορούσα να το εξηγήσω, θα είχα ανοίξει μια… σχολή πυροβατών!

Εδώ όμως θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Τα Αναστενάρια είναι μια πολυσήμαντη ιστορία, που απευθύνεται στο θυμικό του ανθρώπου. Δεν έχει να κάνει με… τσαλαβουτήματα!  Ή είσαι αναστενάρης ή δεν είσαι. Αν δεν είσαι, θα οδηγηθείς στο νοσοκομείο με εγκαύματα. Επομένως πρέπει να είσαι, να κρατάς απ’ αυτό το δέντρο, απ’ αυτήν τη ρίζα.

Και να προσθέσω και κάτι τελευταίο; Γιατί όλα στη ζωή μας πρέπει να τα εξηγούμε; Γιατί πρέπει σ’ όλα να δίνουμε μια ερμηνευτική διάσταση και να μην κατανοούμε ότι μέσα στον πολυσήμαντο αυτό πλανήτη που ζούμε μπορεί να υπάρχουν και κάποιες ερμηνευτικές δυσχέρειες; Ας τις δεχτούμε, ας γοητευτούμε μέσα απ’ αυτές κι ας πορευτούμε μαζί τους…

Όταν έχουμε να ερμηνεύσουμε άλλες δυσχέρειες μέσα από τους λογαριασμούς της ΔΕΗ, του τηλεφώνου, της εφορίας, καθημερινές ανάγκες που δεν μπορούμε να τις αποφύγουμε, και πρέπει να τις εξηγήσουμε  μέσα από κανόνες και όρντινα  των κρατούντων, είτε είναι Έλληνες είτε Ευρωπαίοι, γιατί πρέπει ν’ απαντάμε σε όλα; Ας μείνουν και κάποια ανερμήνευτα. Έχει κι αυτό τη γοητεία του. Μπορεί ένας ωραίος χορευτής να κάτσει να μετρήσει ένα τσάμικο, μια σέρα; Μετράς, αλλά την έκφραση που έχει ως έκφραση ζωής, δεν μπορείς να τη μετρήσεις.

Επιστήμονες μάς βάλαν ηλεκτρόδια να δουν αν ο εγκέφαλός μας λειτουργεί σωστά, αν έχουμε φυσιολογική πίεση, αν βάζουμε αλοιφές στα πόδια μας εμείς οι αναστενάρηδες, και δε βρήκαν τίποτα. Επομένως ας δεχτούμε τα πράγματα έτσι, όπως είναι…

Τελευταία διοργανώνονται τόσα πολλά φεστιβάλ παραδοσιακών χορών, που η πληθώρα τους μας ξαφνιάζει. Πρόκειται για πολιτιστική έκρηξη ή συμβαίνει κάτι άλλο;

Όπου ακούτε τη λέξη φεστιβάλ να είστε επιφυλακτική. Πίσω από τη λέξη συνήθως κρύβεται κάποια πολιτιστική…μπίζνα! Συνήθως πίσω της κρύβεται ό,τι πιο νάιλον, πλαστικό, εκμοντερνισμένο και μετανεοτερικό. Επομένως η λέξη φεστιβάλ από μόνη της και μάλιστα με την αγγλική της καταγωγή δε νομίζω ότι μπορεί να βρει μια εφαρμογή στον παραδοσιακό κόσμο. Η λέξη η ίδια με καθιστά εξ αρχής καχύποπτο. Δεν τη χρησιμοποίησα ποτέ.

«Καλλικράτης» και Πολιτισμός. Είπατε κάποτε ότι ο Καλλικράτης υπήρξε η πιο αποτυχημένη επιλογή στο χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όσον αφορά στον Πολιτισμό. Με το πέρασμα του χρόνου εμμένετε στην ίδια άποψη;

Όχι μόνο εμμένω αλλά και θλίβομαι. Τα πρώτο μου πτυχίο ήταν στην Κοινωνιολογία, άρα αφορά στην κοινωνία.

Όπου ο κοινωνικός ιστός διασπάται και αποσυντίθεται, επέρχεται η διάλυση. Όσο μικρή κι αν είναι μια κοινωνία, όταν είναι «κοινωνία» και εκφράζει ένα μικρό ή μεγάλο σύνολο, εκ των πραγμάτων έχει κάποιες δομές, όπως είναι το σχολείο, η εκκλησία, η περιφρούρηση, όπως είναι η καθημερινή διαχείριση, που ξεκινά από τα πιο απλά πράγματα, από τον κουρέα σου, το γιατρό σου, τον παπά που θα σε κοινωνήσει, το δάσκαλο που θα σε μάθει γράμματα…

Όταν αυτά όλα, στο όνομα μιας αυτοδιοικητικής καινοτομίας, τελείως ανέτοιμης να υποδεχτεί αυτές τις στοιχειώδεις οργανικές πρακτικές της καθημερινότητας, σε μια κοινωνία, η οποία καινοτομία μένει μόνο στο φαντασιακό και στο μεγαλεπήβολο να δημιουργήσουμε νομαρχίες ή αντιπεριφέρειες σήμερα, όπου οι επικεφαλής θα έχουν αρμοδιότητες … «πρωθυπουργού», άρα μιας μικρής κυβέρνησης και κατ’ επέκταση διαχείρισης κονδυλίων και κοινωνικών δομών, πώς μπορώ να μη διαφωνώ;

Ο «Καλλικράτης» έχει αποδομήσει όλη την Ελλάδα. Στο όνομα αυτής της αυτοδιοικητικής… φούσκας έχουν αποδομηθεί όλες οι κοινωνικές δομές. Θεωρώ ότι αποτέλεσε το χειρότερο αυτοδιοικητικό σόφισμα.

Ας μου βρουν ένα χωριό –και δε μιλάμε για τα δικά μας χωριά που είναι σε απόσταση αναπνοής από τις πόλεις, αλλά για νησιά που είναι καταμεσής στο πέλαγο ή για κάποια που είναι στις παρυφές της επικράτειας, όπως χωριά της Θράκης ή της Φλώρινας- ας μου βρουν ένα τέτοιο χωριό, που δεν προκαλεί οδύνη καθώς το βλέπεις.

Γυρνώντας για τις εκπομπές μου στα χωριά βλέπω με πόνο πως δεν απόμεινε τίποτα. Όταν βλέπεις ένα σχολείο διώροφο, που χτίστηκε το 1904-5, για να υποδεχτεί μαθητές και σήμερα είναι κουφάρι, πιάνεται η ψυχή σου.

Όταν βλέπεις χωριό με 2000 κατοίκους παλιά, να έχει τώρα 15 γέρους, που σαπίζουν μέσα στα σπίτια με απόγνωση, έχοντας χάσει τα παιδιά τους στην Αυστραλία και τον Καναδά, να μην υπάρχουν παιδιά στα σχολειά… για ποιες καινοτομίες μιλάμε;

Έχετε μια εμπειρία χρόνων στη δημοσιογραφία. Πώς πορεύεται η δημοσιογραφία στις μέρες μας;  

Ο δημοσιογράφος εντέλλεται, «επαγγελματικώ τω τρόπω», να πουλάει ειδήσεις. Οι ειδήσεις στα χρόνια τα δικά μου ήταν ακριβό είδος. Σήμερα η είδηση είναι το πιο φτηνό είδος και καλώς είναι. Όμως ξέρετε ό,τι είναι τζάμπα και φτηνό περνάει στη σφαίρα της απαξίωσης.

Οι ειδήσεις σήμερα με την ευκολία που έχουνε στο στάδιο της αναπαραγωγής τους, και κυρίως στον τεχνικό τρόπο υποστήριξης που έχουν μέσω του διαδικτύου, έχουν καταντήσει όχι μόνο φτηνές και απαξιωμένες αλλά και επικίνδυνες.

Είμαι υπέρ του πλουραλισμού και υπέρ της όσο πιο ευρυγώνιας δημοσιογραφίας γίνεται. Όμως με τον τρόπο που σήμερα γίνεται, με τη χειραφέτηση αλλά και τη χειραγώγηση που γίνεται, όπου πια το υποκειμενικό, σε τόσο μικρό και συρρικνωμένο εύρος, έχει φωλιάσει μέσα στη δυνατότητα του καθενός, οι ειδήσεις έχουν μετατραπεί σε επικίνδυνο εργαλείο.

Ειδήσεις που είναι τόσο αναλώσιμες και δεν μπορούν να κρατήσουνε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης ούτε 24 ώρες, για μένα είναι ειδήσεις και επιπόλαιες και επικίνδυνες, ακόμη κι αν μιλάνε για όχι σημαντικά πράγματα. Έχουμε χάσει το όριο. Η ευκολία μάς έχει κάνει δυστυχείς. Ο ειδησεογραφικός και επικοινωνιακός πλουραλισμός με τον τρόπο που γίνεται έχει γίνει επικίνδυνος, ενώ θα έπρεπε να είναι ένα πολυσήμαντο εργαλείο. Θυμάμαι τη φράση του Καζαντζάκη «σε καταριέμαι να ζήσεις σε μια ενδιαφέρουσα εποχή»! Τόσο πλουραλιστική αλλά και τόσο φτηνή η «ενδιαφέρουσα» εποχή μας! Μια εποχή δυστυχίας!

Εύκολα στην εποχή μας βρίσκουμε ή κατασκευάζουμε μοντέλα και μάλιστα με το πάτημα ενός κουμπιού. Στον ερωτικό τομέα παράδειγμα κατασκευάζουμε σήμερα το ιδεατό πρόσωπο, πατώντας ένα κουμπί. Ιδεατό που γίνεται και φαντασιακό μέσα από την τεχνική του μοντάζ ή της ωραιοποίησης των τεχνικών δυνατοτήτων που υπάρχουν σήμερα. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορούμε να το συναντήσουμε στο δρόμο ή στις παρέες μας. Και γινόμαστε δυστυχείς.

Στον τομέα της επικοινωνίας πάλι. Χάθηκε ο διάλογος, ακόμη και ανάμεσα στα ζευγάρια που, ενώ βρίσκονται μαζί, επικοινωνούν μεσω των κινητών τους  με φίλους που είναι κάπου αλλού, κάπου μακριά. Αυτού του είδους η επικοινωνία δεν μπορεί παρά να φαλκιδεύει μια σχέση κι αυτό που λέμε «επικοινωνία» με την ουσιαστική σημασία του όρου.

Κι έτσι κλεινόμαστε στον εαυτό μας, απομονωνόμαστε, χωρίς να χρειαστεί πια να πας στο περίπτερο να πάρεις μια εφημερίδα να τη διαβάσεις και να δεις και πέντε ανθρώπους. Οδηγούμαστε σε μια απέραντη και τραγική μοναξιά κι ας βρισκόμαστε στην εποχή της πιο γρήγορης και ευκολότερης επικοινωνίας! ‘Εχουμε δυστυχώς χαθεί στον χαοτικό κόσμο του διαδικτύου!

Και η τηλεόραση; Πόσο έχει επιδράσει τα τελευταία χρόνια στο πολιτιστικό προφίλ του Έλληνα και πόσο γενικότερα έχει διαμορφώσει το χαρακτήρα του;

Η τηλεόραση είναι ένα λαϊκό επαναστατικό μέσο. Η ευκολία της να εισβάλλει κυριολεκτικά στα  σπίτια μας την κάνει μέσο καταλυτικό.

Σήμερα, όμως, με την τεχνολογία που τρέχει, είναι πια ένα αναχρονιστικό μέσο. Ένας νέος σήμερα δεν περιμένει τις ειδήσεις από την τηλεόραση, τις έχει με κατακλυσμιαίο τρόπο στον υπολογιστή του και στο κινητό του.

Η τηλεόραση είναι ένα εμπορικό εργαλείο στα χέρια των ιδιοκτητών της, οι οποίοι για να επενδύουν τόσα χρήματα, σημαίνει ότι αναγνωρίζουν και τη δυναμική που έχει. Ταυτόχρονα όμως είναι κι ένα δύσκολα βιώσιμο εμπορικά είδος.

Η δικιά μου εκπομπή για την Παράδοση δε θα ενδιέφερε τόσο πολύ όσο το survivor, ας πούμε, ή κάτι άλλο «πιασάρικο».

Άρα, το εμπορικό στοιχείο εδράζεται πάνω στην ηθική, πάνω στις ανοχές, πάνω στις αντοχές που έχει ο καθένας. Είναι ένα τεράστιο θέμα, αλλά θεωρώ ότι παρά την επαναστατική εικόνα που παρουσιάζει η οργανωμένη σήμερα τηλεόραση, η δυναμική της έχει υποχωρήσει μπροστά στο διαδίκτυο.

Οι κοινωνίες είναι υποκείμενα συστημάτων και δομών. Και είναι παλιά τακτική αυτή. Για παράδειγμα ο χρόνος οργανώνεται επ’ ωφελεία και αγαθώ των  κρατούντων. Άρα, πάρα πολλά πράγματα στις κοινωνίες οργανώνονται έτσι…

Έχετε διακριθεί στο χώρο της δημοσιογραφίας και της παράδοσης εδώ και πολλά χρόνια και έχετε τιμηθεί με βραβεία ιδιαίτερης βαρύτητας. Το 1989 πήρατε  την ανώτερη ευρωπαϊκή διάκριση, το Grand Prix de music Folklorik, την ανώτερη δημοσιογραφική διάκριση του Ιδρύματος Μπότση και το Βραβείο Μαρκίδες Πούλιου για τις  χιλιάδες ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές  σας εκπομπές. Οι βραβεύσεις ήταν ανάλογες κι εδώ στην Ημαθία ή ίσχυσε το “κανείς προφήτης στον τόπο του”;

Είμαι πολύ χαρούμενος, γιατί για μένα τουλάχιστον δεν ίσχυσε το τελευταίο! Εισπράττω πολλή αγάπη και εκτίμηση από τον τόπο μου, τους χωριανούς μου, αλλά κι από όλους γύρω μας. Μ’ έχει τιμήσει ο Δήμος της Βέροιας, οι γειτονικοί πολιτιστικοί σύλλογοι και μπορείτε να το διαπιστώσετε κοιτάζοντας κάτω από τις ανώτερες διακρίσεις που έχω πάρει, ευρωπαϊκές, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και  από τον εργασιακό μου χώρο της Ένωσης Συντακτών. Έχω εκτεθειμένες με ιδιαίτερη περηφάνεια και τις βραβεύσεις μικρών γειτονικών συλλόγων, που για μένα είναι το ίδιο σημαντικές! Ο κόσμος μ’ αγαπάει πολύ και νιώθει πως τον αγαπώ κι εγώ.

Δεν είμαι κλεισμένος εδώ μέσα. Επικοινωνώ με τον κόσμο καθημερινά κι ο κόσμος το χαίρεται.

Και κλείνοντας, τι είναι για σας η Παράδοση; Πώς θα δίνατε τη σχέση σας μαζί της μέσα σε λίγες λέξεις;

Γιορτάζοντας τα 100 χρόνια ελεύθερου βίου της Θεσσαλονίκης, η ΕΡΤ3 αποφάσισε να κάνει τα πορτρέτα τεσσάρων ανθρώπων, του Σαββόπουλου, του Χρίστου Τσολάκη, του Ντίνου του Χριστιανόπουλου και το δικό μου. Εξαιρετική τιμή για μένα!

Ο τίτλος που έβαλε ήταν «Ο Μελίκης της Παράδοσης». Κρατήστε, λοιπόν, αυτήν την απάντηση, ο Μελίκης της Παράδοσης…

Φωτογραφίες: faretra.info

banner-article

Ροη ειδήσεων