Απόψεις Βέροια

“Ο βλαχόφωνος ελληνισμός θρηνεί το χαμό του Αστέριου Κουκούδη” γράφει ο Γιάννης Τσιαμήτρος

Γιάννης Τσιαμήτρος

Θεώρησα χρέος μου να κάνω ένα αφιέρωμα για το Bεροιώτη και αξέχαστο φίλο Αστέριο Κουκούδη, ο οποίος ‘έφυγε’ από τη ζωή εντελώς ξαφνικά αυτές τις μέρες, φτωχαίνοντας δυστυχώς τον επιστημονικό κόσμο και τη βλαχόφωνη μας Ρωμιοσύνη.  Θα προβώ σε ένα σύντομο βιογραφικό του και μετά θα αφήσω το πρόλογο του τέως Πρόεδρου της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου – στη τετράτομη του μελέτη για τους Βλάχους – να μας μιλήσει για αυτόν καλύτερα:

Ο εκπαιδευτικός, και ιστορικός ερευνητής  Αστέριος Κουκούδης ήταν απόφοιτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης (1984) και κάτοχος πτυχίου εξομοίωσης του Παιδαγωγικού Τμήματος Εκπαίδευσης της Παιδαγωγικής Σχολής Φλώρινας, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας (2013). Έχει επίσης σπουδάσει Γεμμολογία και Χρυσοχοΐα στο Gemmological Institute of America (Ινστιτούτο Γεμμολογίας Αμερικής) Santa Monica, California, USA (1989).  Έχει εργαστεί στο ερευνητικό πρόγραμμα του Μουσείου του Μακεδονικού Αγώνα στη Θεσσαλονίκη (1994-97). Για το ερευνητικό και συγγραφικό του έργο τιμήθηκε με το βραβείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών (1998).  Έχει εκδώσει 9 βιβλία με αντικείμενο τους Βλάχους και ορισμένα από αυτά έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στα αγγλικά και στη γλώσσα των Σκοπίων. Έχει δημοσιεύσει περισσότερα από 10 επιστημονικά άρθρα με αντικείμενο την ιστορία και την κοινωνική ανθρωπολογία των Βλάχων και την ιστορία της εκπαίδευσης. Έχει κάνει σειρά παρουσιάσεων, ομιλιών και διαλέξεων με ανάλογη θεματολογία στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει οργανώσει ανάλογες Εκθέσεις και με φωτογραφικό υλικό, στα ελληνικά και τα αγγλικά, που παρουσιαστήκαν ανά την χώρα και τις γειτονικές βαλκανικές χώρες. Εργάστηκε στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση από το 1999 και σε προγράμματα Δια Βίου Μάθησης από το 2014.

Αναλυτικότερα: Κατά το χρονικό διάστημα 1994-1997 εργάστηκε ερευνητικά με αντικείμενο την καταγραφή και μελέτη των βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων στη Βαλκανική μέσα στο πλαίσιο του Ερευνητικού Τμήματος του Μουσείου του Μακεδονικού Αγώνα στη Θεσσαλονίκη, με την επιστημονική εποπτεία του Διευθυντή Έρευνας καθηγητή Βασίλη Γούναρη και την επιχορήγηση του Μουσείου. Έκανε επίσης ερευνητικά ταξίδια στα Σκόπια, την Αλβανία, τη Ρουμανία και την Τουρκία. Διακρίθηκε, όπως είπαμε,  με το Βραβείο του Τμήματος Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών έτους 1998 μετά από προκήρυξη διαγωνισμού για σχετική αδημοσίευτη εργασία για το έργο ‘Μελέτες για τους Βλάχους’.

Έχει γράψει τα εξής βιβλία: Α) Τα Μεγάλα Λιβάδια του Πάικου. Β) Τέσσερις τόμους με τους εξής τίτλους: 1. Η Θεσσαλονίκη και οι Βλάχοι. 2. Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων. 3. Οι  Ολύμπιοι Βλάχοι και τα Βλαχομογλενά. 4. Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβαντιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας. Γ) Το βιβλίο  με τον τίτλο The Vlachs: Metropolis and Diaspora (Βλάχοι, Μητροπόλεις και Διασπορά), γραμμένο στα αγγλικά. Δ) Το βιβλίο με τον τίτλο: Η κοινωνική ζωή στα βλαχοχώρια της Μακεδονίας 1900 και  Έκθεση Φωτογραφιών. Ε)   Το βιβλίο  επιγραφόμενο: Από τη ζωή των Βλάχων στα 1900. Στ)  Τέλος έγραψε το βιβλίο  The Life of the Vlachs in 1900 γραμμένα επίσης στα αγγλικά.

     Πρόλογος Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας: «Εκ πρώτης όψεως οι «Μελέτες για τους Βλάχους» του Αστέρη Κουκούδη είναι ένα τεράστιο ευρετήριο όλων των βλάχικων εγκαταστάσεων στη Νότια Βαλκανική. Το ευρετήριο αυτό περιλαμβάνει μία ιστορική αναδρομή για τις ομάδες των βλάχικων μητροπολιτικών οικισμών και μία εκτενέστερη καταγραφή της ιστορίας των βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων στην Κεντρική Μακεδονία.

     Για τη συγκέντρωση του τεράστιου υλικού ο συγγραφέας εργάστηκε όχι μόνο σε βιβλιοθήκες και αρχεία αλλά και με τους ίδιους τους ανθρώπους. Η συγκέντρωση και η παρουσίαση αυτού του υλικού και μόνον καθιστούν του έργο αυτό άξιο επαίνων. Όμως η συμβολή του στην ιστορία των Βλάχων είναι πολύ μεγαλύτερη.

     Ο κ. Κουκούδης, μέσα από την εξιστόρηση και την αποτύπωση της πυκνής βλάχικης διασποράς, από το μητροπολιτικό τους χώρο στη ραχοκοκαλιά της Πίνδου, προς τον ορίζοντα των Νοτίων Βαλκανίων και ακόμη πιο πέρα, δείχνει πόσο συνέβαλαν οι Βλάχοι στην εξέλιξη της ελληνικής αστικής τάξης στο χώρο αυτό. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει πως οι Βλάχοι δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως μια εξελληνισμένη ομάδα ή μια ομάδα διχασμένη ανάμεσα στις εθνικές προπαγάνδες των αρχών του 20ού αιώνα, αλλά μία ως γνήσια έκφραση της ρωμιοσύνης.

     Στη μελέτη διατυπώνεται η άποψη ότι τα ερωτήματα σχετικά με την καταγωγή των Βλάχων και τη γνήσια ή φαλκιδευμένη ταυτότητά τους είναι περιττά. Κι’ αυτό γιατί είναι βέβαιο πως στον κεντρικό και βόρειο ελληνικό χώρο, αλλά και στις γύρω Βαλκανικές Χώρες, για ό,τι σοβαρό μπορεί να περηφανευθεί ο Ελληνισμός, (εκπαιδευτική, οικονομική ή επαναστατική δραστηριότητα), τουλάχιστον από τα τέλη του 18ου αιώνα και ως το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οικοδομήθηκε σε έναν ιδιαίτερα καθοριστικό βαθμό με την ουσιαστική αρωγή των Βλάχων.
Η παρατήρηση αυτή δεν έχει ως σκοπό να κολακεύσει τους Βλάχους. Είναι μία ιστορική πραγματικότητα. Από τους μέσους αιώνες της τουρκοκρατίας η συγκέντρωση κεφαλαίου και εξουσίας στον κεντρικό και βόρειο ελλαδικό χώρο εντοπίστηκε για διάφορους ιστορικούς λόγους ιδιαίτερα στον ορεινό χώρο της Πίνδου και των προεκτάσεών της, όπου κυρίως διασώζονταν τα κατάλοιπα της ρωμαϊκής και βυζαντινής λατινοφωνίας. Έτσι οι Βλάχοι προβάλουν στο νεότερο ιστορικό προσκήνιο ως μία τάξη ευπόρων κτηνοτρόφων και πραγματευτάδων, αλλά και ως κλεφταρματολοί. Από τις τάξεις αυτές προήλθε μεγάλο μέρος των δασκάλων και των πολεμιστών του γένους στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία, αλλά και ένα μεγάλο πλήθος από εμποροβιοτέχνες που στελέχωσαν τις ελληνορθόδοξες κοινότητες των αστικών κέντρων σε ολόκληρη σχεδόν τη Βαλκανική.

     Από τα παραπάνω και από όσα άλλα τεκμηριώνει ο συγγραφέας είναι προφανές ότι οι Βλάχοι δεν μπορούν να θεωρούνται ούτε ως ένα γραφικό υπόλειμμα του χαμένου κτηνοτροφικού βίου των βουνών, ως ένα μουσειακό είδος, ούτε ως μία μειονότητα εύκολα χειραγωγούμενη από επιτήδειους προστάτες. Οι Βλάχοι δεν είναι μειονότητa, και δεν είναι μόνον οι βλαχόφωνοι ή οι φουστανελοφόροι, είναι κατεξοχήν αστοί σε ολόκληρη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα με τεράστια συνεισφορά στην οικοδόμηση της ελληνικής πατρίδας. Οι μαρτυρίες υπάρχουν από τα επιβλητικά νεοκλασικά κτίσματα των Αθηνών έως τα εκπαιδευτήρια των μακεδονικών κωμοπόλεων, από τον πρώτο πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Κωλέττη και τους επιφανείς εθνικούς ευεργέτες έως τους για πάντα άγνωστους ήρωες των βλαχοχωριών που δολοφονήθηκαν στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα και της Κατοχής»  Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας