Περισσότερο διαβασμένα Πολιτισμός

“Δωδεκαήμερο” γράφει ο Γιάννης Τσιαμήτρος (ολόκληρη η εργασία)

Αράπηδες Δράμας (Θεοφάνεια)

 Γιάννης Τσιαμήτρος

ΓΕΝΙΚΑ-ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΕΙΣ  ΣΤΗΝ  ΠΕΡΙΟΔΟ  ΑΥΤΗ

Δωδεκαήμερο  ονομάζουμε  την περίοδο των δώδεκα ημερών από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα. Είναι ημέρες γιορτινές, οικογενειακές και σπιτικές αλλά και παλιότερα  με πολλές δεισιδαιμονίες και αστρικές επιδράσεις με κορύφωμα τις φαντασιώσεις των καλικατζάρων και των λυκανθρώπων και δρακόντων (σε άλλες χώρες). Έχουμε ένα συνδυασμό πολλών προχριστιανικών και χριστιανικών εθίμων. Τελούνται κυρίως με τρεις επιθυμητές σκοπιμότητες όπως μας  λέει ο γνωστός  Λαογράφος Λουκάτος:

«Να χαρούν οι άνθρωποι την μετάβαση από τον χειμώνα, το σκοτάδι, τη μη γονιμότητα και τον φόβο στην άνοιξη, στο φως στην βλάστηση και στην χαρά. Αυτό επιδιώκεται με το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, τους πολύχρωμους φωτισμούς, τις φωτιές, την αναμμένη εστία, το κυνηγητό των καλικάντζαρων και τον αγιασμό των υδάτων.

      Να εξασφαλίσουν οι άνθρωποι την ευτυχία για τον χρόνο που έρχεται. Αυτό πραγματώνεται με τα κάλαντα,  τις ευχές, τα δώρα,  τις βασιλόπιτες κλπ.

      Να τονώσουν το θρησκευτικό και οικογενειακό αίσθημα και αυτό εφαρμόζεται με τις θρησκευτικές εκδηλώσεις, την ωραία παραδοσιακή ψαλτική, τις νυχτερινές ακολουθίες και τις οικογενειακές συγκεντρώσεις στο σπίτι με τα φαγητά κλπ».

Τα δρώμενα  (<δρω=πράττω, δράση, δράμα) του Δωδεκαημέρου εντάσσονται  στη λαϊκή λατρεία με εθιμικές εκδηλώσεις στο κύκλο του χρόνου, όπου ο άνθρωπος, αντιλαμβανόμενος την αδυναμία του, προσπαθούσε να έλθει σε επικοινωνία με τις υπερφυσικές δυνάμεις, τους θεούς και τους δαίμονες. Οι αγροτικοί και ποιμενικοί πληθυσμοί απέβλεπαν στον εξευμενισμό των δυνάμεων αυτών και οι  λατρευτικές αυτές εκδηλώσεις χάνονται στο χρόνο, έχουν γονιμικό και ευετηρικό (ευ+έτος=καλός χρόνος, καλοχρονιά) και αποβλέπουν στην ευημερία, στον εξορκισμό του κακού και στην καρποφορία. Με την πάροδο, όμως, του χρόνου και την προαγωγή της ορθολογικής σκέψης, έχουν χάσει το συμβολισμό τους και αποτελούν  πλέον αφορμές για διασκέδαση και ευωχία.

Στο Δωδεκαήμερο έχουμε πολλά λαϊκά δρώμενα με μεταμφιέσεις (ιδιαίτερα την ημέρα των Θεοφανείων) σε όλη την Βόρειο κυρίως Ελλάδα. Οι μεταμφιέσεις  αυτές ήταν ένας μικρός θίασος-προάγγελος του θεάτρου χωρίς συγκεκριμένο κάθε φορά σενάριο, αλλά κάποια πλοκή και περισσότερα τα στοιχεία αυτοσχεδιασμού.

Ρουγκάτσια από το Λιανοβέργι (Ρουμλούκι)

Η κυρίαρχη ονομασία τους είναι Ρουγκατζάρια, που πιθανώς προέρχεται από το Λατινικό Ragotores που σημαίνει επαίτης, ζητιάνος. Αυτό άλλωστε κάνουν τα Ρουγκατζάρια, ζητούν δώρα από τα σπιτικά που επισκέπτονται σαν αντάλλαγμα  για την συνεισφορά τους στην απομάκρυνση του κακού πνεύματος, τον θάνατο του παλιού και τον ερχομό του νέου.  Εάν δούμε την πλοκή  των περισσοτέρων  μικρών αυτών «θιάσων» θα διαπιστώσουμε  ότι πρόκειται μάλλον για Διονυσιακό κατάλοιπο (έθιμο), όπου γίνεται μια αναπαράσταση κι ένας συμβολισμός του θανάτου και της ζωής, της επιζήτησης της ανάστασης και του ξυπνήματος της φύσης από την χειμωνιάτικη νάρκη και το διώξιμο του παλιού από τον νέο χρόνο. Στους περισσότερους αυτούς θιάσους βλέπουμε μορφές γέρων (άσχημων, καμπούρηδων κουρελήδων, γερασμένων) και μορφές νέων ανδρών (γεροδεμένων και ρωμαλέων ως επί το πλείστον φουστανελοφόρων) και αναπαραστάσεις  νέων γυναικών (ντυμένες νύφες), όπου στο τέλος επικρατούν οι νέοι και σκοτώνονται οι γέροι.

Πολλά από τα Ρουγκάτσια, όταν το έθιμο ανθούσε στη Τουρκοκρατία, πάλευαν μεταξύ τους μερικές φορές μέχρι θανάτου. Αρκετά είναι τα τοπωνύμια  στη Ελλάδα με  ονόματα όπως Ρουγκατσιάρια, σκοτωμένοι, αρσάλια (νεκροταφεία). Φαίνεται καθαρά  η επικράτηση της άνοιξης και την νέας βλάστησης κόντρα στον χειμώνα και τη μη γονιμότητα. Οι φωτιές που ανάβονται στη περίοδο αυτή συμβολίζουν την προσπάθεια να επικρατήσει το φως στο σκοτάδι και η  θερμότητα κόντρα στο κρύο.

Ο Διόνυσος δεν είναι μόνο ο θεός του κρασιού και προστάτης των αμπελιών στους Αρχαίους Έλληνες αλλά και θεός που πεθαίνει και ξαναγεννιέται κάθε χρόνο. Άλλωστε,  ο φαλλός (σύμβολο γονιμότητας), οι προσωπίδες με τις κεφαλαργιές και τα κέρατα των ζώων που υπάρχουν στις μεταμφιέσεις αυτές και που ταυτόχρονα τις βλέπουμε στην λατρεία του Διόνυσου στη Αρχαία Ελλάδα μας δυναμώνουν  την  πεποίθηση ότι πρόκειται  για Διονυσιακό κατάλοιπο.

Μακροχώρι Δεκαετία 30 Ρουγκάτσια

Τέτοιες μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου συναντάμε στα εξής μέρη στην Ελλάδα:

-Τους Αρουγκουτσάρους στη Βωβούσα.

-Τους Φουστανελάδες και τις Νύφες (Εσκιάρους και Τζβοκάρους) στο Ξινό Νερό Φλώρινας.

-Τα Ραγκουτσάρια στην Καστοριά.

-Τα Ρουγκάτσια ή Ρογκατζάρια στη Θεσσαλία, στο Ρουμλούκι και στη Θράκη.

-Τους Αράπηδες, τους Ποτουρλίδες και Μπαμπούγερους στη Δράμα.

-Τα Λαγκατζάρια στα  Πιέρια, Όλυμπο, Χάσια.

-Την Γκαμήλα με τον Ντιβιτζή από τους πρόσφυγες της  Ανατολικής  Ρωμυλίας.

-Τους Μωμόγερους από τους Πόντιους.

Μωμόγεροι από την Εύξεινο λέσχη Βέροιας

-Τους Μπουσιαραίους στο Διδυμότειχο.

-Τα Μπουμποσάρια στην Σιάτιστα.

-Τους Ρουγκανάδες στην Φυτειά Ημαθίας.

-Τους  ΑλήδεςΚουδουνάδες και Ρούγκους στη περιοχή Γρεβενών.

-Τις Τζαμάλες στη  Θράκη.

Ρουγκατσιάρηδες Τριλόφου Ημαθίας 1950

-Τους Τζαμαλάρους στα Μογλενά.

-Τους Σουρβάρους στην Ερμακιά Κοζάνης.

-Τους Ισκινάρους στην Νέβεσκα (Νυμφαίο).

-Τους Καραβασλάδες  στα χωριά της Χαλκιδικής.

-Τους Μπαμπαϊούρδις  στο Κάντσικο Κόνιτσας.

-Τους  Καλκάντζαρους στα χωριά των Τρικάλων.

-Τους Λιγουτσιάρηδες στους Αρμάνους της Βέροιας.

-Τους Λιγουτσάρους στους Αρμάνους της Φούρκας Ηπείρου.

-Τους Λιγουτσάρους στους Σαμαρινιώτες Γρεβενών.

-Τους Μπαμπαλιούρδες  στο Λιβάδι Ολύμπου.

-Τους  Αραπκούς στην Νικήσιανη Καβάλας.

-Τους Αράπηδες στο Βελβενδό Σερβίων και Μοναστηράκι Δράμας.

-Τα  Αργκουτσιάρια της Κλεισούρας Καστοριάς.

-Τους Ποτουρλίδες  στον Ξηροπόταμο Δράμας.

-Τη Καμήλα στην Κρύα Βρύση Δράμας.

-Το Μπάμπιντεν στην Πετρούσα Δράμας  κλπ.

Επίσης συναντάμε και τα εξής ονόματα:

Λιουγκατζιάρια, Λογκατσάρια, Ρογκατσάδες, Καλινδράδες, Καπιταναραίοι, Καρναβάλια, Κουντουνάδες, Μπαμποέρηδες, Μπαμπούγεροι, Ντυλιάροι, Σουρβατζήδες,  κλπ.

Αργκουτσάρια Κλεισούρας

Βλέπουμε λοιπόν πως οι παλιές συνήθειες και  έθιμα, που ήταν μέρος της αρχαίας λατρείας στην Ελλάδα, όχι μόνο διατηρήθηκαν από τον λαό, παρά το γεγονός ότι πολεμήθηκαν από την επίσημο Χριστιανισμό, ιδιαίτερα στο Βυζάντιο, αλλά βρήκαν και την θέση τους στις μεγάλες Χριστιανικές  γιορτές.  Τα Χριστούγεννα, για παράδειγμα,  πήραν την θέση πολλών λατρειών της αρχαιότητας.

Ερευνητές μας λένε επίσης ότι οι μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου είναι εκδηλώσεις, τις οποίες συναντούμε στις ρωμαϊκές εορτές που εντοπίζονται στις χειμερινές τροπές του Ηλίου (Σατουρνάλια-Vrumalia-Dies natalis invicti Solis-Calendae-Vota publica-Λαρεντάλια-εορτή Ιανού). Αντιστοιχούν επίσης  στα χειμερινά Διονύσια της Αρχαίας Ελλάδας, που τελούνταν μεταξύ 15ης Δεκεμβρίου και 15ης Ιανουαρίου. Στα κατ’ Αγρούς Διονύσια ο σχετικός θίασος περιερχό­ταν τους συνοικισμούς και οι κωμαστές περιέπαιζαν τους πάντες, όπως ακριβώς σήμερα οι μεταμφιεσμένοι, ενώ στα αθηναϊκά Ανθεστήρια κατά τη δεύτερη ημέρα, τους Χόας, γινόταν επίσημα γάμος του Διονύσου, τον οποίο υποδυόταν ο άρχοντας βασιλιάς με την βασίλισσα στο Βουκόλιο. Η μιμική ένωση ζεύγους ή η εικονική τελετή γάμου που συνα­ντιούνται σε πολλά δρώμενα θεωρούνται μαγικές πράξεις, οι οποίες αποσκοπούν στην πρόκληση της γονικής δύναμης για την προκοπή της βλάστησης κ.λ.π..  Όλες αυτές οι τελετές έχουν, όπως είπαμε, πανάρχαια καταγωγή και χαρα­κτήρα ευετηρικό, είναι δηλαδή εορτές με κύριο σκοπό την καλοχρονιά.

Ρουγκάτσια Τριλόφου Ημαθίας 1955

Το  Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων με τις πολλές γιορτές, το καλό και πλούσιο φαγοπότι, τα γλέντια ήταν μια όαση μέσα στον χρόνο. Η ανθρώπινη ψυχή έπρεπε να σταματήσει, να τερματίσει την πορεία της, να ξεκουραστεί και με ξανανιωμένες τις δυνάμεις να ξαναρχίσει πάλι τον κύκλο της ζωής, με μεγαλύτερη όρεξη και ελπίδα για το μέλλον.

Το σπίτι γίνονταν μια πραγματική κυψέλη, μια αληθινή ζεστή φωλιά κι όλα αντηχούσαν από τις φωνές, τα τραγούδια και τα χαρούμενα γέλια. Το τραπέζι γέμιζε, όλος ο κόσμος πανηγύριζε. Το Δωδεκαήμερο ήταν ένας μεγάλος σταθμός της ζωής του ανθρώπου μέσα στον χρόνο και ο πιο δυνατός μαγνήτης που τραβούσε τους ξενιτεμένους στα σπίτια τους. Τα παλιά γραφικότατα χριστουγεννιάτικα έθιμα, όπως τα έζησαν οι παλιοί μαζί με όλες τις άλλες γιορταστικές εκδηλώσεις του Δωδεκαημέρου ήταν τα μοναδικά μέσα ψυχαγωγίας των ανθρώπων της περασμένης εποχής και συγκινούσαν αφάνταστα την ψυχή των παιδιών της υπαίθρου και έχουν χάσει πλέον την παλιά ελκυστική τους δύναμη και τον παλιό γιορταστικό χαρακτήρα. Σήμερα νέα ήθη και έθιμα έχουν πάρει τη θέση τους. Και για όσους γνωρίζουν δεν έχουν καμία σχέση με  την αίγλη και την ομορφιά του παρελθόντος!

Μέσα στο χρονικό διάστημα του Δωδεκαημέρου κυριαρχούσαν τρεις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές: Τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα Φώτα. Και πριν από αυτές τρεις παιδικές, λαϊκές γιορτές που προαγγέλλανε τον ερχομό τους: Τα «κόλιαντα», τα «σούρβα» και τα «Ρουγκατσιάρια», όπως ειπώθηκε προηγουμένως.

Ρουγκάτσια απο το Παλαιοχώρι (Ρουμλούκι) το 1957

Τα Κόλιαντα (Κάλαντα) διασώζουν το αρχαίο ελληνικό έθιμο  των ασμάτων του ‘Αγερμού’ και της περιφοράς της ‘Ειρεσιώνης’  και τραγουδιούνται τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων συνήθως από ομίλους (παρέες) των παιδιών αλλά και από νέους άντρες. [Στην  αρχαιότητα η λέξηΑγερμός’ ή ‘αγυρμός’, από το ρήμα αγείρω, σημαίνει συνάθροιση, συγκέντρωση χρημάτων για την υπηρεσία των θεών ή γενικά συνάθροιση, συγκέντρωση, αποθησαύριση, ενώ η ‘Ειρεσιώνη’ ήταν κλαδί ελιάς ή δάφνης, περιτυλιγμένο με άσπρο μαλλί. Πάνω του κρεμούσαν διάφορους καρπούς. Το κλαδί αυτό το περιέφεραν στην πόλη τα παιδιά  κατά τις γιορτές Πυανέψια και Θαργήλια και έψαλαν τραγούδια  με ευχές για ευτυχία και ευφορία].

Ανατρέχοντας στα λεξικά, βλέπουμε ότι η λέξη ‘κάλαντα’ προέρχεται  από το λατινικό, calenda  (πληθ.calendae), αρχ. ελλ., «νουμηνία»- ν. ελλ., «πρωτομηνιά» και  σήμαινε παλιά την αρχή του μήνα, αργότερα έγινε η αρχή του χρόνου και ταυτίστηκε με τα κάλαντα. Πιθανόν, όμως, να  διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα  ‘καλώ’ ή ‘καλό’ (ευετηριακό-καλή χρονιά). Πάντως, μέχρι τώρα είναι αποδεκτό ότι είναι γλωσσικός απόγονος την λατινικής λέξης calenda.

Αρχαία κάλαντα- Ειρεσιώνη

Οι ρωμαϊκές ‘Καλένδες’  ήταν γιορτές των πρώτων ημερών του χρόνου ή του μήνα  με συναθροίσεις συγγενών και φίλων, ανταλλαγές δώρων κλπ. Ο χριστιανισμός επί Βυζαντίου καταδίκασε τις γιορτές αυτές ως ειδωλολατρικές (στ’ Οικουμενική Σύνοδος- 62ος κανόνας). Ωστόσο, ο λαός συνεχίζει μέχρι σήμερα να διατηρεί τα κάλαντα, όχι σαν ‘καλένδες’, αλλά  σαν παιδικά ευετηριακά τραγούδια, όπως και στην αρχαιότητα.

Τα Κάλαντα λοιπόν μπορεί να κληρονόμησαν την ονομασία τους από μια λατινική λέξη, όμως στην πραγματικότητα ως έθιμο υπήρχε από πολύ νωρίτερα, καθώς πρωτοξεκίνησε από τους Έλληνες.

Κάλαντα

Το Δωδεκαήμερο τοποθετημένο μέσα στην καρδιά του χειμώνα, με τα βρασμένα καινούργια κρασιά, τις φρέσκες ραφινάτες ρακές, το μπόλικο χοιρινό κρέας και τις μεγάλες φωτιές στο τζάκι, χωρίς να το θέλει κανείς γεννούσε μια διάθεση, μια χαρά για τραγούδι για χορό και για γλέντι

Οι λαϊκές αυτές γιορτές και τα παιδικά ξεφαντώματα σε συνδυασμό με τις δοξασίες, τις δεισιδαιμονίες και τις προλήψεις του λαού μας, μαζί βέβαια με τον καθαρό πυρήνα της γιορτής, συνθέτανε την ατμόσφαιρα της παλιάς κοινωνικής και ιδιωτικής ζωής του λαού μας.

Ο λαός βυθισμένος στα σκοτάδια της άγνοιας, της αμάθειας των δεισιδαιμονιών και των προλήψεων πίστευε πως η επιτυχία ή η αποτυχία στη ζωή εξαρτιόταν από διάφορες εξωγήινες δυνάμεις οι οποίες ρυθμίζανε την ύπαρξή τους και την μοίρα του. Πίστευε πώς όλες τις μέρες του Δωδεκαημέρου που τα νερά ήταν «αβάφτιστα» οι καλικάντζαροι που ως τώρα ήταν καταχωνιασμένοι στα σκοτάδια του Κάτω Κόσμου (εκεί όλη την διάρκεια του χρόνου με τα τσεκούρια τους προσπαθούσαν να κόψουν το δέντρο της Γης), στις νεραϊδοσπηλιές, στα ποτάμια, στα «αρμάνια», στα νεκροταφεία, και στα γκρεμισμένα ακατοίκητα σπίτια με τη ευκαιρία που οι νύχτες ήταν «αλτές» (λυτές) και δεν ήταν στέρεα δεμένες στον κορμό του χρόνου, ανέβαιναν στον Απάνω Κόσμο και βάζανε τα δυνατά τους να κάνουν ό,τι κακό μπορούσαν στους ανθρώπους, τους  ανακάτευαν χωρίς κανένα έλεγχο και περιορισμό.

Στα διάφορα μέρη της Ελλάδας τους συναντάμε με πολλά ονόματα: Καλιτσάντεροι, καραντζόκωλοι, καρκαντζέλια, καταχανάδες, μπουντούνοι, καρκαντζαλαίοι, παγανά, τζόες, σαραντάημερα, καρακότζια, σαμοβίλια, τσιρικλωτά, σκατσιμπλούκια, σούστρες, κατσιμποχέροι, κωλοβελόνηδες, παραωρίτες, όξ από δω, βασκανία, καλλιβρούσιδες, κακανθρωπίσματα και άλλα πολλά.  Οι καλικάντζαροι  είναι επινοήματα της νεοελληνικής φαντασίας, μας λέει ο Νικόλαο Πολίτης, και ο κόσμος ησύχαζε από αυτούς στα Θεοφάνια  που «βαφτίζονταν» τα νερά.

Οικογένεια Γεωργούλα Τσιαμήτρου Ξηρολίβαδο 1908

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΑΡΜΑΝΩΝ  ΒΕΡΟΙΑΣ

     Τα  Χριστούγεννα (κ.ρτσσούν) είναι μια από τις μεγαλύτερες γιορτές της Χριστιανοσύνης. Η νηστεία αυτής της Σαρακοστής ξεκινάει  από τη γιορτή του Αγίου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου). Πριν τα Χριστούγεννα οι βλάχες της Βέροιας καθάριζαν τα σπίτια τους, έστρωναν τα πιο επίσημα στρωσίδια και έφτιαχναν τα γλυκά τους, τους κουραμπιέδες, το ρεβανί, την γλυκιά πίτα (πίτ. ντούλτσι), κλπ. Σαν Χριστόψωμο έφτιαχναν το γνωστό επτάζυμο ψωμί (φταζμίτκου κουλάκου), το οποίο ήταν ένα ποιοτικό, αφράτο και μυρωδάτο ψωμί, φτιαγμένο με μαγιά από ρεβίθι.

Η νοικοκυρά ασχολούνταν όλο το βράδυ για να το πετύχει και μάλιστα, όταν ήθελε να το φτιάξει, δεν το φανέρωνε πουθενά και δεν ήθελε κανέναν δίπλα της  για να μην ‘ματιαστεί’ και δεν φουσκώσει όπως έπρεπε. (νου τσιά κ. βα ντάρ. φτασμίσκου, σι σαντάρ. μπουν. = δεν έλεγε ότι θα κάνει φτασμίτικο, για να γίνει καλό). Η αλήθεια ήτανε ότι  η παρασκευή του ήθελε πολύ προσοχή και κατάλληλη θερμοκρασία. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε όλες τις γιορτές έφτιαχναν ‘φτασμίτικο’ ψωμί (αρραβώνες, γάμος, Πάσχα κλπ).

Την Παραμονή των Χριστουγέννων η νοικοκυρά, μαζί με τις ‘λειτουργιές’ για την εκκλησία, έφτιαχνε  τα ‘κόλιντα’ (κουλουκούσσι), που ήταν μικρά ψωμάκια στολισμένα με εικόνες ανάγλυφες όπως ο χριστός, τα σπίτια, τα πρόβατα, τα μουλάρια κ.α.  ή με την στάμπα για λειτουργιές (σιμνιτόρλου). Τα έφτιαχνε με απλό ζυμάρι  και τα έψηνε στο φούρνο ή στη γάστρα. Αυτά τα ‘κόλιντα’ η νοικοκυρά τα μοίραζε  στα σπίτια της γειτονιάς και στα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα. Απαραίτητα μάλιστα κρατούσε κι ένα ψωμάκι στο εικονοστάσι μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα. Τότε το έπαιρνε κι αφού το κοπάνιζε στο γουδί το έριχνε (για καλό) στην τροφή όλων των ζώων του σπιτιού.

Την Παραμονή των Χριστουγέννων (Πρίντου Κ.ρτσσούν) τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα (Κόλιντι) στα σπίτια των συγγενών και φίλων τους. Με τις ματσούκες (τσσουμάκ.τς)  χτυπούσαν τις πόρτες και όταν τους άνοιγαν, αυτά  έλεγαν:

Οικογένεια Νούλη Μπουσμπούκη – 1912 Ξηρολίβαδο

    «Κόλιντι μέλιντι, ντεν μάϊ κουλάκλου, σι  μπ.νέτζι πάπλου, κ. σαφλέ Χριστόλου, του παχνί αλ μπόϊλ.ρ, ντι φρίκ.  αλ Οβρέϊλορ = Κόλιντα μέλιντα, δώσε γιαγιά την κουλούρα, να ζήσει ο παππούς, γιατί γεννήθηκε ο Χριστός, στο παχνί των βοδιών, από τον φόβο των Εβραίων». Στα παιδιά δίνανε  ξυλοκέρατα, στραγάλια (μπιλμπίτσιλι), σταφίδες, σύκα και ψωμάκια (κουλουκούσσι).

Την Παραμονή επίσης των Χριστουγέννων, πριν από τα κόλιντα  έσφαζαν το γουρούνι (τιλιέ πόρκουλου). Κάθε σπίτι είχε και ένα καλά ταϊσμένο (χ.ρνίτου) γουρούνι, προετοιμασμένο για αυτόν τον σκοπό. Το τάιζαν περισσότερο με καλαμπόκι (κ.τσ.μάκλου = κατσαμάκι), πίτουρα, ζεστό νερό, αλάτι και έπρεπε να γίνει πάνω από 90 κιλά. (Πολλές οικογένειες έσφαζαν και δυο γουρούνια). Το σφάξιμο του γουρουνιού ήταν πραγματική ιεροτελεστία και  ανάγεται στις θυσίες στους θεούς  αποκλειστικά με χοίρους, που έκαναν οι αρχαίοι (Έλληνες και Λατίνοι) στις 17-25 Δεκεμβρίου. Για το σφάξιμο του γουρουνιού χρειάζονταν 3 και παραπάνω άντρες και ο σφάχτης έπρεπε να ήταν έμπειρος.

Μετά το σφάξιμο και πριν το γδάρσιμο του, το σταυρώνανε για να φύγουν τα κακά πνεύματα. Η νοικοκυρά με ένα φτυάρι με λίγο κάρβουνο και ‘θυμιάμα’ το θυμιάτιζε, έβαζε ένα κρεμμύδι (τσιάπρ.) στο στόμα του ζώου, το σταύρωνε  και  μετά το γυρνούσε σε όλους τους παρευρισκομένους, οι οποίοι έσκυβαν με ευλάβεια 3 φορές κι έλεγαν: «άϊνε ν. ίντι, μα γκίνι σ’μά μάρι  = του χρόνου καλύτερα και μεγαλύτερο». Τα παιδιά περίμεναν  να βγάλουν τη φούσκα, δηλαδή την ουρήθρα (κισσιτούρα) γιατί ήθελαν να την χρησιμοποιήσουν ως μπάλα, για να παίξουν. Από τα εντόσθια (ιχικάτιλι) του ζώου την Παραμονή, εκεί επί τόπου, τηγάνιζαν μεζέδες και όλη η παρευρισκόμενη παρέα έπινε ρακί. Τεμαχίζανε το γουρούνι, τα κομμάτια τα ξεχωρίζανε (λι  μπ.ρτσά)  και τα κρεμούσαν.

Την άλλη ημέρα το επεξεργάζονταν από το πρωί γιατί τότε κόβονταν πιο καλά (ήταν κρύο) και συνέχιζαν το φαγοπότι.. Σημαντικά  βέβαια φαγητά ήταν η τηγανιά με πράσα και οι σαρμάδες (σ.ρμάτζ– λαχανοντολμάδες. Συμβολισμός  του τυλίγματος του  νεογέννητου Χριστού με τα πανιά). Οι σαρμάδες γίνονταν πιο νόστιμοι  με  τα κομμάτια από λίπος του γουρουνιού. Ξεχώριζαν όλα τα μέρη του γουρουνιού: λίπος (παστόλου), ψαχνό (ψαχνόλου), κόκαλα με κρέας (ουόσιλι κου κάρνι), πλευρά (πλιβρέτς), κεφάλι (κάπλου), πόδια (τσουάρλι) γιατί όλα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν. Τα πάστωναν για να συντηρηθούν και μάλιστα αρκετό κρέας το έκαναν ΄καβαρμά’. Έβραζαν δηλαδή το κρέας, το τσιγαρίζανε και το τοποθετούσαν σε πήλινα δοχεία (τσουκάλια) που τα σκέπαζαν  με λίπος από πάνω. Έτσι διατηρούνταν για περισσότερο χρονικό διάστημα (μέχρι το καλοκαίρι στο βουνό). Τίποτε δεν πήγαινε χαμένο ακόμα και το τομάρι, που το έγδερναν (μπιλιέστι) με προσοχή, το χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν τσαρούχια.

Το κρύο (αράτσι) λίπος (παστό) το έκοβαν κομματάκια, τα έβαζαν σε καζάνια με φωτιά και το έλιωναν (τουκίν) για να βγάλουν την ‘λίγδα’=λίπος, την οποία χρησιμοποιούσαν σαν λάδι για το φαγητό όλη τη χρονιά και την διατηρούσαν σε ‘γκαζίνες’ (τενεκέδες). Ότι έμενε από το λιωμένο παστό ήταν οι ‘τσιγαρίδες’ (υπέροχος μεζές). Επίσης,  έκοβαν σε λωρίδες σκέτο ωμό  παστό (όχι μαγειρεμένο) και το χρησιμοποιούσαν για μεζέ με τσίπουρο, αφού βέβαια το αλάτιζαν με πολύ χοντρό αλάτι.

Οι Αρμάνοι δεν χρησιμοποιούσαν ελαιόλαδο (όπως  και όλοι οι ορεσίβιοι) αλλά και γενικά όλος ο τότε κόσμος, γιατί το ελαιόλαδο ήταν ακριβό. Το κρέας το ‘πάστωναν’ και το διατηρούσαν σε κρύο μέρος σε κομμάτια (δεν υπήρχαν ψυγεία). Τα πλευρά και τα κόκαλα με κρέας τα διατηρούσαν για να φτιάξουν κεμπάπ και κοντοσούβλια για το μέλλον, το κεφάλι και τα πόδια για πατσά. Το ψαχνό το είχαν για μαγειρευτό φαγητό και βέβαια με αυτό έφτιαχναν τα πεντανόστιμα σπιτικά λουκάνικα, τεμαχίζοντάς  το  σε λεπτά  κομμάτια κρέας (σαν κιμά), με μπαχαρικά και κομμάτια λίπος, όλα βαλμένα  μέσα στα έντερα του  γουρουνιού (μάτσ.λι ντι πόρκου).

     Δεν πρέπει να παραλείψουμε ότι, όπως σε όλη την Ελλάδα,  ανήμερα  των Χριστουγέννων η οικογένεια πηγαίνανε στην εκκλησία, κατόπιν έκανε τις καθιερωμένες επισκέψεις στους συγγενείς και μετά  έστρωνε το χριστουγεννιάτικο τραπέζι με τα απαραίτητα  εδέσματα (κρέας, κρασί κλπ). Τα Χριστούγεννα ήταν και είναι  μια κατ’εξοχήν οικογενειακή γιορτή με συγγενικές συγκεντρώσεις,  εύθυμο κουβεντολόι, τραγούδια κλπ.

Λιγουτσιάρης Αρμάνων Βέροιας. ‘Νομάδες των Βαλκανίων’ βιβλίο των Wace & Thompson

ΕΘΙΜΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ & ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ  ΑΡΜΑΝΩΝ  ΒΕΡΟΙΑΣ

 ΛΙΓΟΥΤΣΑΡΗΔΕΣ

     Όπως είπαμε προηγουμένως, πρόκειται για μεταμφιέσεις αντρών μέσα στο Δωδεκαήμερο, ιδιαίτερα στην Πρωτοχρονιά, αλλά και παλιότερα στα Φώτα. Το συγκεκριμένο έθιμο  στη Βέροια έχει ως εξής:

Μικρά παιδιά μέχρι την ηλικία των 12 περίπου,  ντυμένα ‘Λιγουτσιάρηδες’, την πρώτη του χρόνου πριν ξημερώσει,  έλεγαν τα κάλαντα στα σπίτια των συγγενών και φίλων τους.  Τα κάλαντα, που έλεγαν, ήτανε  στα ελληνικά  ως εξής:

‘Λιγουτσιάρης έρχιτι, Γινάρης ξημερώνει  Φραγκίτσα δω, Φραγκίτσα κει, Φραγκίτσα πάει στη βρύση, με το γκιουρντάνι (η γκιουζντάνι) στου λιμό, με το σπαθί στη μέση, σα φέτο παλικάρια μου, σα φέτο και του χρόνου’.

Αυτό γίνονταν μέχρι και την 10ετία του 60’. Προσωπικά, ο γράφων, ως μικρό παιδί, ντύθηκα ‘Λιγουτσιάρης’  στην γνήσια ροή του εθίμου και όχι με αναβίωση.

Τα ξημερώματα, ο πιο ηλικιωμένος του σπιτιού (αφέντι μάρι) ή η πιο ηλικιωμένη (μάνα μάρεα) πήγαινε  στη βρύση της αυλής του σπιτιού, την άλειφε με βούτυρο, κάνοντας τρεις φορές το σχήμα του σταυρού. Ο συμβολισμός ήταν προφανής: Όπως τρέχει το νερό, έτσι άφθονα  τα αγαθά να τρέχουν όλο τον χρόνο στο σπίτι.

Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι όλοι στην οικογένεια ανυπομονούσαν ποιο άτομο (συνήθως παιδί) θα κάνει ‘ποδαρικό’ για την νέα χρονιά. Έτσι, όταν πρωί-πρωί κτύπαγε η πόρτα, η νοικοκυρά έριχνε κάτω στο πάτωμα στραγάλια. Ο πρώτος που θα έμπαινε έπρεπε να  βελάσει, να γονατίσει  και να πάρει με το στόμα του τα στραγάλια. Μετά του έδιναν αλάτι που το έριχνε  στο τζάκι κι, ενώ αυτό έσκαγε  και ‘παρπάριζε’ η φωτιά,  το παιδί εύχονταν φωναχτά και συμβολικά:

«σι τζουάκ.  έζιι, ζμπ.νέτζ. νιέρλι, βιάστιλι  σι τζινιράτς = Να χορέψουν τα κατσίκια, να ζήσουν τα αρνιά, οι νύφες και οι γαμπροί».

Οικ. Τσιαμήτρου Ηλία (Ψωμά)

Στο τέλος η νοικοκυρά έδινε, ή έριχνε στο πάτωμα ξεραμένα σύκα, ξυλοκέρατα, καρύδια, στραγάλια, καραμέλες κ.ά. και  τα  παιδιά έτρεχαν συμβολικά, όπως τρέχουν τα πρόβατα και τα γίδια, να τα πάρουν με χαρά.

Μετά την εκκλησία και το μεσημεριανό φαγοπότι την Πρωτοχρονιάς, το απόγευμα έβγαιναν οι μεγαλύτεροι (14-25 χρονών) ντυμένοι ‘Λιγουτσιάρηδες’. Στα πόδια (μηρούς) τους φορούσανε ‘χολέβια’ (τσουάριτς) συνήθως μαύρα και στενά και γουρουνοτσάρουχα ή απλά παπούτσια στο κάτω μέρος των ποδιών. Στο σώμα τους φορούσαν  μια  φανέλα με κεντημένα τα μανίκια σε όλο το χέρι. Από πάνω φορούσαν την  πουκαμίσα (κ.μάσια)  και μετά  έβαζαν το ταλαγάνι (αμάνικη κάπα), έτσι ώστε να φαίνεται η πουκαμίσα και στα πόδια και στα χέρια. Κατόπιν φορτώνονταν με πολλές σειρές μεγάλα κουδούνια και στο πρόσωπό τους είχαν αυτοσχέδιες μάσκες, για να φαίνονται αγριωποί (με άσπρες συνήθως τρίχες και ουρές από μαλλί γίδας). Επίσης, στα χέρια τους είχαν ξύλινα σπαθιά.

Ο αρχηγός  των Λιγουτσάρηδων ήταν ξεσκέπαστος. Τα κεράσματα-χρήματα τοποθετούνταν από τον οικοδεσπότη επάνω στα γυμνά σπαθιά (πάλες) τους. Οι Λιγουτσάρηδες  έλεγαν πολλά τραγούδια, ανάλογα με τα σπίτια που επισκέπτονταν (στους τσέλιγκες εύχονταν πολλά ζώα, στα παιδιά γράμματα, στους νέους να βρουν ταίρι κλπ).

Οι Λιγουτσάρηδες περιδιάβαιναν τα σοκάκια της  Βέροιας και πήγαιναν στα σπίτια λέγοντας τα κάλαντα, χορεύοντας στους δρόμους και προκαλώντας εκκωφαντικούς θορύβους με τα κουδούνια. Εάν συναντιούνταν δύο παρέες, γίνονταν μια υποτυπώδη μάχη και η υποτιθέμενη νικηθείσα παρέα, αναγκάζονταν να περάσει κάτω από τα σπαθιά των νικητών (συχνό φαινόμενο των μπουλουκιών με μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου, που αναφέραμε στα  Γενικά του παρόντος Κεφαλαίου).

Γνωρίζοντας ότι στις μεταμφιέσεις αυτές συνήθως υπάρχει ένας θίασος με πολλά μασκαρεμένα διαφορετικά πρόσωπα-ηθοποιοί και με κάποια υποτυπώδη δραματική λειτουργία, αναρωτήθηκα γιατί αυτό δεν συμβαίνει στους Λιγουτσάρηδες της Βέροιας. Η απορία μου λύθηκε όταν διάβασα το βιβλίο των Άγγλων συγγραφέων Wace & Thompson (1914) με τίτλο   ‘Οι Νομάδες των Βαλκανίων’, εκδόσεις αδελφών Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 1989.

Οι εν λόγω συγγραφείς αναλύουν τα λαογραφικά στοιχεία της Σαμαρίνας και άλλων βλαχοχωριών και συγκεκριμένα για την επίσκεψή τους στη Βέροια γράφουν στη σελίδα 138 επί λέξη:

«…το έθιμο των Λιγουτσάρηδων στη Βέροια  είναι πολύ περικομμένο και εμφανίζεται μόνο ένας ηθοποιός, ο ‘Αράπης».

Μάλιστα στην περιγραφή που κάνουν του  ίδιου εθίμου  στη Σαμαρίνα εκείνο τον καιρό (αρχές 20ου αιώνα) το ονομάζουν ‘Λιγουτσάροι’. Κάνουν μια ανάλυση του εθίμου μέσα σε 4 σελίδες, όπου συνοπτικά εκθέτουν τα εξής:

«…Στο Δωδεκαήμερο δημιουργείται ένας θίασος με ηθοποιούς με σκοπό να διώξει τους καλικάντζαρους. Οι ομάδες αυτές έπαιζαν το ‘έργο’ τους σε όλα τα γειτονικά χωριά από την Πρωτοχρονιά μέχρι τα Θεοφάνεια. Εάν συναντιώνταν δυο τέτοιες ομάδες, υπήρχε συναγωνισμός για το ποια ομάδα ήταν καλύτερη, που μπορεί να έφτανε ακόμα και σε πραγματική αιματοχυσία. Οι  βασικοί χαρακτήρες  της κάθε ομάδας ήταν επτά: η νύφη, ο γαμπρός, η γριά, ο αράπης ή ο γέρος, ο γιατρός και δυο άντρες ντυμένοι με δέρματα, παριστάνοντας αρκούδες. Ο αράπης και οι δυο άντρες έφεραν επίσης κουδούνια. Όλοι ήταν άντρες!

     Η υπόθεση του ’έργου’ είναι πολύ απλή: Ο αράπης ή ο γέρος ενοχλεί την νύφη με τα βλέμματά του. Ο γαμπρός επεμβαίνει, γίνεται καυγάς, που τελειώνει με τον θάνατο του ενός από τους δυο. Γίνεται θρήνος από την νύφη  και τη γριά, έρχεται ο γιατρός, με την επέμβασή του ο πεθαμένος ξανάρχεται στη ζωή  και το έργο τελειώνει με χορό όλων των ηθοποιών και το πέρασμα του καπέλου να πληρώσουν οι θεατές».

Επίσης οι συγγραφείς αναφέρουν ότι  το έθιμο ποικίλει  από μέρος σε μέρος και αναφέρει μέρη που τελείται όπως, Γρεβενά, Πήλιο, Κρανιά, Βωβούσα, Κλεισούρα, Ελασσόνα, Μογλενά κ.ά. Αυτά μας λένε οι Άγγλοι συγγραφείς!

Ακόμα στο βιβλίο του Χ. Έξαρχου, ‘Η Φούρκα της Ηπείρου’, Θεσ/νίκη 1987, σελίδα 359 αναφέρεται το έθιμο, συγκεκριμένα η λέξη ‘Λιγουτσάρους’ και  γίνεται κι εκεί αναλυτική περιγραφή  του θιάσου με περισσότερα  μασκαρεμένα πρόσωπα-ηθοποιούς.

Σύμφωνα με μαρτυρίες ηλικιωμένων, πριν να έρθουν οι βλαχόφωνοι στο Βέρμιο (από τα βλαχοχώρια της Πίνδου) και πριν την καταστροφή του Βερμίου από τους Τουρκαλβανούς, το έθιμο υπήρχε και στα ντόπια ελληνόφωνα ορεινά χωριά, που ήτανε πολυπληθή και οι μάχες ανάμεσα στους Λιγουτσιάρηδες ήτανε αληθινοί και σφοδροί με θύματα. Στην Καστανιά και στο Σέλι υπάρχουν ακόμα τοπωνύμια  με την ονομασία ‘Σ’κομένοι’ (στους σκοτωμένους), σε ανάμνηση των  αιματηρών αναμεταξύ των χωριών συγκρούσεων  των Λιγουτσιάρηδων.

Παραλλαγή του εθίμου παρατηρείται  και στα Πιέρια με  το όνομα ‘Λαγκατζάρια’, όπου έχουμε περίπου την ίδια μεταμφίεση και πλοκή με αυτή της Σαμαρίνας που περιγράψαμε. Μάλιστα πρέπει να επισημάνω ότι τα κάλαντα που λένε τα Λαγκατζάρια των Πιερίων (Ριζώματα) ταιριάζουν απόλυτα στον  μουσικό σκοπό (τραγούδι) με τα κάλαντα των Λιγουτσάρηδων της Βέροιας.

Καμήλα (Πρωτοχρονιά) Ανατολική Ρωμυλία

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ ΤΡΑΠΕΖΙ

Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς κόβανε βασιλόπιτα φτιαγμένη με τυρί, η παρασκευή της οποίας αποτελούσε ολόκληρη τελετουργία. Μέσα σε αυτήν υπήρχε  βέβαια το φλουρί (φλουρία) και διάφορα ξύλινα σύμβολα με μαγικό χαρακτήρα. Αυτά είχαν σχέση με τις ασχολίες της οικογένειας και μερικά ήταν κοινά σε όλες της οικογένειες. Για παράδειγμα, το ξύλο που συμβόλιζε το  στύλο του σπιτιού (στούρλου ντι κάσα) έμπαινε σε όλα τα σπίτια. Επίσης, οι κτηνοτρόφοι έβαζαν τα μαντριά (μάντρα, κ.πρ.λέτζ), οι κιρατζήδες την φούρκα (φουρτουτίρεα), με την οποία φόρτωναν τα ζώα τους.

Την πίτα πάντοτε έκοβε ο μεγαλύτερος της φαμίλιας σε ισάριθμα (με τα μέλη της) κομμάτια, αφού πρώτα έβγαζε μερίδα στη μέση για τον Άγιο Βασίλη (εκεί δεν έβαζαν το φλουρί). Μετά το γυρνούσε τρεις φορές και ο καθένας έπαιρνε το κομμάτι, που του τύχαινε μπροστά του. Ήταν βέβαια φυσικό για ότι τύχαινε στον καθένα να γινότανε τα απαραίτητα σχόλια σχετικά με το μέλλον της νέας χρονιάς. Το απόγεμα ακολουθούσαν οι επισκέψεις στους Βασίληδες. Οι μικρότεροι πάντοτε επισκέπτονταν τους μεγαλύτερους από σεβασμό, έχοντας μαζί τους ένα πορτοκάλι.

ΦΩΤΑ

Ο κύκλος του Δωδεκαημέρου έκλεινε την παραμονή των Φώτων με γενική καθαριότητα, κυρίως στο τζάκι, για να φύγουν τα κακά πνεύματα, και να δεχτούν το αγιασμένο νερό. Οι νοικοκυρές κτυπούσαν τα κουδούνια για να φύγουν οι  καλικάντζαροι (βλάχικα καρκάλαντζι). Βλάχα γυναίκα μου είπε επί λέξη: «Ασνάμ κλόπουτλι σφούγκ. καρκάλαντζι=κουνούσαμε τα κουδούνια για να φύγουν οι καλικάντζαροι». Εκείνη την ημέρα, στον αγιασμό των υδάτων, πολλά νεαρά βλαχόπουλα έκαναν διαγωνισμούς στο τρέξιμο τα ωραία τους άλογα, τα ‘μπινέκια’ στο ποτάμι.

Παλιότερα στη Βέροια έβγαιναν και Λιγουτσάρηδες την  ημέρα των Φώτων, όπως και στην Πρωτοχρονιά. Είναι γεγονός ότι στο παρελθόν στα Φώτα γινότανε οι περισσότερες μεταμφιέσεις κατά την διάρκεια του Δωδεκαημέρου (σήμερα μεταμφιέσεις στα Φώτα  γίνονται  στην Καστοριά της Μακεδονίας).

 

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας