Life

Από το “Περιβόλι της Παναγίας” στον Όλυμπο, το βουνό των θεών

Περιγραφή:  Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης

Ο Ηλίας Μπαρμπίκας, δημοσιογράφος, έγραψε : « Τα βουνά ασκούν καταλυτική γοητεία στον άνθρωπο. Με την αγριάδα και την επιβλητικότητά τους είναι σαν να τον προκαλούν να παραβγεί μαζί τους, να προσπαθήσει να τα νικήσει. Νικιέται όμως η φύση; Στην ουσία η κατάκτηση του βουνού είναι ένα στοίχημα του καθενός με τον εαυτό του, μια ευκαιρία να δοκιμάσει τα όριά του, ίσος και να τα ξεπεράσει. Η ανάβαση στην κορυφή, η διάσχιση του φαραγγιού, η αναρρίχηση στην ορθοπλαγιά είναι επίπονα εγχειρήματα, που προκαλούν αντιφατικά συναισθήματα: φόβο, ικανοποίηση, έξαψη, ανάταση, ηρεμία. Όσοι έχουν επιχειρήσει την κατάκτηση του βουνού συμφωνούν ότι είναι ένα τελετουργικό που σε βοηθάει να έρθεις σε ισορροπία με τον εαυτό σου και τους άλλους, που σου αποκαλύπτει τα όριά σου, που σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Υπάρχει κάτι μαγικό στο βουνό. …..» ( από το: «Οι θησαυροί της Ελλάδας ‘‘Βουνά-Φαράγγια’’»)

Με την πιο πάνω περιγραφή – διαπίστωση, ο Ηλίας Μπαρμπίκας τα είπε σχεδόν όλα. Όποιος το επιδιώξει θα διαπιστώσει την αλήθεια των λόγων του.  

Τα Σαββατοκύριακα για μας είναι το αντίδοτο τόσο στη ρουτίνα της πόλης, όσο και στην άχαρη καθημερινότητα.

Εμείς, που αγαπάμε το περπάτημα – την ορειβασία – την δράση – την αναζήτηση – την εξερεύνηση – την εμπειρία , επιλέγουμε το βουνό που ήταν, είναι και θα είναι το δικό μας “καταφύγιο”, η δική μας “ελεύθερη γωνιά” ηρεμίας, ικανοποίησης, “ανεφοδιασμού” δυνάμεων για τις μέρες της καθημερινότητας που θα ακολουθήσουν.

Έτσι, η οποιαδήποτε δραστηριότητα στο βουνό είναι για μας μια ξεχωριστή και με πολλά ενδιαφέροντα “εξόρμηση” στη ζωή μας.

Εκεί, οι έντονες δραστηριότητές μας συναντούν την απερίγραπτη ομορφιά της Φύσης με τα θαύματά της και η εμπειρία μας συναντά την διασκέδαση.

Επιστρέφοντας από το Άγιον Όρος, εκεί που στις 5 μέρες παραμονής μας στο Περιβόλι της Παναγίας περπατήσαμε στα μαγευτικά μονοπάτια του, επισκεφτήκαμε Ι. Μονές και Ι. Σκήτες και πραγματοποιήσαμε πολλές προγραμματισμένες δραστηριότητες, αποφασίσαμε την Κυριακή που μας ερχόταν να εξορμήσουμε στο βουνό των θεών, του μύθου και του ονείρου.

Ο Όλυμπος, το βουνό που έχει τραγουδηθεί από τον Όμηρο, την Λαϊκή Μούσα, τους έλληνες και ξένους ποιητές, είχε αυτή τη φορά τη σειρά του.

Έτσι την Κυριακή, 05-11-2017, μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», φύγαμε στις 06.30’ το πρωϊ από την πόλη της Βέροιας με προορισμό το Λιτόχωρο Πιερίας.

Έξω σκοτάδι, κίνηση καθόλου.

Η οδική μας διαδρομή γνωστή: Εγνατία Οδός με κατεύθυνση προς Θεσ/νίκη. Στη συνέχεια η Εθνική Αθηνών – Θεσσαλονίκης και στην έξοδο για Λιτόχωρο στρίψαμε δεξιά. Ανηφορίζοντας τον ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς την κωμόπολη της Πιερίας, που απλώνεται στους πρόποδες του βουνού, ένα γιγάντιο σκουρόχρωμο τείχος όσο το πλησιάζαμε τόσο αυτό ορθώνονταν άγριο μπροστά μας.

Μέσα απο το σκοτεινό πέπλο δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε τις ρεματιές, τις βραχώδεις πλαγιές, τα δάση, τις χιονισμένες κορυφές. Το μόνο που βλέπαμε μπροστά μας ήταν ένας μαύρος όγκος γιγαντιαίων διαστάσεων που στη θέα του θα φόβιζε εκείνον που το αντίκριζε για πρώτη φορά και δεν γνώριζε τις μαγευτικές ομορφιές του Ολύμπου.

Μετά το Λιτόχωρο αρχίσαμε να ανηφορίζουμε το βουνό. Όσο προχωρούσαμε για τον προορισμό μας, τόσο βλέπαμε το τοπίο να αρχίζει σιγά-σιγά να παίρνει χρώματα. Η Φύση άρχιζε λεπτό με λεπτό να δείχνει την πολυχρωμία της.

Κοιτάζοντας, από ένα άνοιγμα του ανηφορικού δρόμου, προς τον Θερμαϊκό μπορέσαμε να δούμε στο βάθος και πάνω από το πρώτο πόδι της Χαλκιδικής τον ήλιο να προσπαθεί να ξεπροβάλλει μέσα από τα σύννεφα.

Προσπεράσαμε το καταφύγιο του ΕΟΣ ή «Τάκη Μπουντόλα» που είναι κτισμένο στα 940 μέτρα υψόμετρο στη θέση «Σταυρός» και τους 2-3 χώρους αναψυχής που υπάρχουν στην περιοχή. Δεν κάναμε παραπάνω από 12 χλμ διαδρομής, από το Λιτόχωρο, και φτάσαμε στα 1.120 μέτρα υψόμετρο στο σημείο «Διασταύρωση» ή θέση «Γκορτσιά», όπως την ξέρουν οι περισσότεροι.

Στρίψαμε δεξιά στον δασικό δρόμο και προχωρήσαμε. Στα 100 περίπου μέτρα μετά την διασταύρωση φτάσαμε σε ένα μικρό πλάτωμα με ξύλινους πάγκους και τραπεζάκια. Από δώ ξεκινά και το μονοπάτι για όσους θέλουν να ανέβουν το βουνό από το σημείο αυτό (φωτ. 1)

Στο χώρο υπάρχει και μία ξύλινη μικρή καλύβα που την χρησιμοποιούν για αποθήκη-στάβλο.

Αυτοκίνητα δεκάδες.

Βρήκαμε χώρο να σταθμεύσουμε το δικό μας έτσι, ώστε να μη παρεμποδίσει την διέλευση άλλων μεταφορικών μέσων (φωτ. 2, 3).

Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε (φωτ. 4).

Ο ουρανός με λιγοστά σύννεφα. Έξω είχε ψυχρούλα.

Πήραμε τα πολύ απαραίτητα και αφού ετοιμαστήκαμε, φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε για την κυριακάτικη προγραμματισμένη πορεία μας αποφασισμένοι να ανεβούμε όσο ψηλότερα θα μας το επέτρεπαν τόσο ο διαθέσιμος χρόνος, όσο και οι επικρατούσες καιρικές συνθήκες (φωτ. 5).

Μπαίνοντας στο μονοπάτι αντικρίσαμε μπροστά μας μία απερίγραπτη εικόνα.

Η Φύση μας «υποδεχόταν» με την πολύχρωμη φορεσιά της.

Για να «ανταγωνιστεί» την εικόνα που είχαμε την τύχη να δούμε στα μαγευτικά μονοπάτια του Αγίου Όρους, «προσπαθούσε» με όλη της τη φαντασία να «ντύσει» τα δένδρα με τα λογής-λογής χρώματα της εποχής και το μονοπάτι να το «στρώσει» με το φανταστικό χαλί από πεσμένα φύλλα (φωτ. 6, 7).

Το μονοπάτι ανηφορικό. Τα περάσματά μας μέσα στο δάσος.

Οι εικόνες εναλλασσόμενες.

Κάθε βήμα μας και κάτι διαφορετικό, κάθε πέρασμά μας και κάτι ξεχωριστό.

Στην αρχή περνούσαμε μέσα από μικτό δάσος (φωτ. 8).

Στη συνέχεια περάσαμε μέσα από δάσος με μαύρη πεύκη και έλατα (φωτ. 9).

Μετά από μια ανηφορική πορεία μιάς ώρας, από τη «Διασταύρωση», φτάσαμε στα 1.450 μέτρα υψόμετρο, στη θέση με τοπωνυμία «Μπάρμπα». Στο σημείο εκείνο υπάρχουν κιόσκι και παγκάκια ( φωτ. 10, 11).

Μια ολιγόλεπτη στάση και συνεχίσαμε (φωτ. 12, 13).

Όσο ανηφορίζαμε, μπαίναμε σε δάσος οξιάς. Το σκηνικό διαφορετικό. Πανύψηλα δένδρα γυμνά από φύλλωμα (φωτ. 14)

Προχωρώντας οι εναλλαγές ήταν συνεχείς. Δάσος οξιάς –  ελατόδασος – δάσος οξιάς – ελατόδασος κ.ο.κ. (φωτ. 15)

Δεν ήταν μόνο η εναλλαγή της δασικής βλάστησης που αντικρίζαμε σε κάθε μας πέρασμα, ήταν και η εναλλαγή της μορφολογίας του μονοπατιού. Άλλοτε περπατούσαμε πάνω σε «χαλί» πεσμένων φίλων, άλλοτε βαδίζαμε πάνω σε χωμάτινο μονοπάτι και σε κάποια άλλα σημεία περνούσαμε ανάμεσα από ογκόλιθους διάφορων διαστάσεων ( φωτ. 16, 17).

Χρειαστήκαμε 45 λεπτά ανηφορικής πορείας από τη θέση «Μπάρμπα» για να φτάσουμε στον «ώμο», την άκρη βραχώδους πλαγιάς, με ξύλινα παγκάκια (φωτ. 18).

Μία στάση για φωτογραφίες και συνεχίσαμε.

Σε κάποιο σημείο της διαδρομής μας προσπεράσαμε ένα δευτερεύον μονοπάτι στα δεξιά μας. Το μονοπάτι αυτό οδηγεί προς τη θέση «Κολοκυθιές» με μια πηγή στο σημείο εκείνο του δάσους και με μια στέρνα. Για να φτάσει κάποιος εκεί θα χρειαστεί μόλις δέκα λεπτά πορείας από τη διασταύρωση.

Εμείς συνεχίζαμε. Γύρω μας απόλυτη σιωπή. Μόνο οι ανάσες μας, τα «κλικ» των φωτογραφικών μηχανών και τα πατήματά μας ακούγονταν. Υπήρχαν, όμως, και στιγμές με τα αστειάκια μας, με τα μεταξύ μας πειράγματα που σπάγανε τη σιωπή του δάσους. Ανηφορίζαμε. Περνούσαμε μέσα από ελατόδασος.

Φτάναμε στα 1.900 μέτρα υψόμετρο. Πλησιάζαμε προς τη θέση με τοπωνυμία «Στράγγο». Χρειαστήκαμε μία ώρα ανηφορικής πορείας, από την θέση «Μπάρμπα» και περνώντας μέσα από εναλλασσόμενα δάση, για να φτάσουμε στο σημείο που υπάρχει μία μεγάλη δεξαμενή με την γαλανόλευκη ζωγραφισμένη σε μια από τις τσιμεντένιες πλευρές της (φωτ. 19).

Βρισκόμασταν στη θέση «Στράγγο», στα 1.900 μέτρα υψόμετρο. Στο σημείο που διασταυρώνονται πολλά μονοπάτια.

Στα αριστερά του μονοπατιού που περπατούσαμε υπάρχει μονοπάτι που φτάνει μέχρι τη σπηλιά, μια βραχοσκεπή, που έζησε τα καλοκαίρια ο ζωγράφος του Ολύμπου Βασίλης Ιθακήσιος.

Για να φτάσει κάποιος μέχρι την τοποθεσία εκείνη δεν θα χρειαστεί παραπάνω από 10 λεπτά πορείας από τη δεξαμενή.

Υπάρχει και ένα δεύτερο μονοπάτι που ξεκινά από το σημείο της δεξαμενής και από αριστερά της που οδηγεί προς την «Πηγή Στράγκο» και στη συνέχειά του προς «Γομαρόσταλο».

Σε κάποιο σημείο το μονοπάτι αυτό διασταυρώνεται με ένα άλλο πολύ απαιτητικό και αρκετά επίπονο, με περάσματα σε πλαγιά με πολύ μεγάλη κλίση. Η τοπωνυμία «Ανάθεμα» τα λέει όλα.

Για να φτάσει κάποιος στην «Πηγή Στράγκο», την μοναδική πηγή στην ανώτερη ζώνη του Ολύμπου, δεν θα χρειαστεί παραπάνω από 15 λεπτά πορείας από την διασταύρωση.

Στη δεξαμενή σταματήσαμε να ξεδιψάσουμε, να πάρουμε καμιά ανάσα και να βγούμε αναμνηστική φωτογραφία (φωτ. 20)

Στη συνέχεια, φορτωθήκαμε ξανά τα σακίδιά μας και μπήκαμε στο δικό μας κύριο μονοπάτι με κατεύθυνση προς τα δεξιά της δεξαμενής.

Περάσματα απαιτητικά, με πορεία σε βραχώδη τμήματα της διαδρομής (φωτ 21).

Το δάσος ρόμπολου κυριαρχούσε από δώ και πέρα.

Περπατήσαμε μόλις 15 λεπτά από την δεξαμενή και φτάσαμε στο καταφύγιο που βρίσκεται κτισμένο στα 1.935 μέτρα υψόμετρο στη θέση «Πετρόστρουγκα» (φωτ. 22).

Είχε κόσμο, ορειβάτες.

Το καταφύγιο το προσπεράσαμε, δεν κουνηθήκαμε στην κούνια που κρέμεται από ένα κλαδί ρόμπολου. Προτιμήσαμε να προχωρήσουμε (φωτ. 23).

Σε μικρή απόσταση από το καταφύγιο υπάρχουν πρόχειρες ξύλινες κατασκευές που ανήκαν σε παλιές κτηνοτροφικές υποτυπώδεις εγκαταστάσεις.

Η Φύση πέρα από την ομορφιά των χρωμάτων της εποχής, μας «παρουσίαζε» και τις καλλιτεχνικές της δημιουργίες (φωτ. 24, 25).

Λίγο πιο πάνω από το καταφύγιο, στα 2.000 περίπου μέτρα υψόμετρο, στην τοπωνυμία «Μάντρες», πατήσαμε το πρώτο χιονάκι (φωτ. 26)

Άρχισε να συννεφιάζει. Η ομίχλη άρχισε αργά-αργά να εμφανίζεται καλύπτοντας κάτω από το πέπλο της όλη την ομορφιά του τοπίου που αντικρίζαμε μέχρι εκείνη τη στιγμή (φωτ. 27, 28).

Εμείς συνεχίζαμε. Δεν μας φόβιζαν ούτε το χιόνι, ούτε η ομίχλη. «Μετά την καταιγίδα, έρχεται το ουράνιο τόξο», λέει ο απλός λαός. Έτσι και στην περίπτωσή μας, βγαίνοντας από το δάσος και ανηφορίζοντας προς την αλπική ζώνη όλα άλλαξαν δια μαγείας.

Η ομίχλη και τα σύννεφα «βρέθηκαν» κάτω από τα πόδια μας, ήταν σαν να περπατούσαμε πάνω από αυτά και ο ήλιος να μας καίει από ψηλά (φωτ. 29)

Μετά από πορεία μιας ώρας και 30 λεπτών, από το καταφύγιο, περνώντας ανάμεσα από πανύψηλα ρόμπολα και βαδίζοντας πάνω στο χιόνι της αλπικής ζώνης φτάσαμε στα 2.475 μέτρα υψόμετρο, στην κορυφή «Σκούρτα» (φωτ. 30,31)

Η ομίχλη που μια εμφανιζόταν και την άλλη απομακρυνόταν, δεν μας επέτρεψε να δούμε τις ψηλότερες κορυφές του Ολύμπου.

Πάντως, οι εικόνες από ψηλά ήταν φανταστικές (φωτ. 32, 33, 34).

Αφού βγάλαμε δεκάδες φωτογραφίες, συνεχίσαμε την πορεία μας για ακόμη πιο ψηλότερα (φωτ. 35, 36).

Η ομίχλη με τα παιχνιδάκια της και εμείς να βαδίζουμε στην κορυφογραμμή.

Από το «Λαιμό», όταν η ομίχλη αραίωνε, μπορούσαμε να δούμε τμήμα της κορυφής «Πρ. Ηλίας» με το ψηλότερο σημείο της στα  2.787 μ. υψόμετρο (φωτ. 37).

Πριν φτάσουμε στο κομμάτι του μονοπατιού που περνάει κάτω από το βράχο με το «Πέρασμα Γιόσου» – που, παλιότερα, για να το περάσει κάποιος έπρεπε υποχρεωτικά να χρησιμοποιούσε το συρματόσχοινο που υπάρχει στο σημείο εκείνο του βράχου – συναντήσαμε ένα αγριοκάτσικο που μας παρακολουθούσε ξαφνιασμένο ( φωτ. 38).

Ο Τοτός, ο αρχηγός μας, δεν έχασε την ευκαιρία. Ήθελε να φωτογραφηθεί με το τετράποδο, που συνηθισμένο πλέον στην ανθρώπινη παρουσία ήταν πολύ ήρεμο.

Απομακρύνθηκε μόνο όταν το πλησιάσαμε στα 10 περίπου μέτρα ( φωτ. 39).

Στο «Λαιμό» η θέα ξεχωριστή. Στο προσήλιο δεν είχε καθόλου χιόνι, η ανήλια πλευρά του όμως με χιόνι και χαμηλά η ομίχλη, τα σύννεφα (φωτ. 40).

Βαδίζαμε στα «Καγκέλια», ένα πετρώδες κομμάτι της διαδρομής με πολύ ανηφορικό μονοπάτι που περνά δίπλα σε βράχους.

Πλησιάζαμε στο «Πέρασμα Γιόσου» με το συρματόσχοινο, το οποίο θα προσπερνούσαμε (φωτ 41).

Χάρη στη διάνοιξη ενός άλλου, πιο ακίνδυνου, μονοπατιού αποφύγαμε το «Πέρασμα» και προχωρώντας πλησιάζαμε στην είσοδο του «Οροπέδιου Μουσών».

Εικόνες όλο ζωγραφιά (φωτ. 42, 43).

Χρειαστήκαμε 45 λεπτά χαλαρής πορείας, από την κορυφή «Σκούρτα», για να πατήσουμε το «Οραπέδιο» (φωτ. 44).

Όσο προχωρούσαμε, τόσο το «Οροπέδιο Μουσών» απλωνόταν γύρω μας και οι ψηλότερες κορυφές του Ολύμπου ορθώνονταν επιβλητικά μπροστά μας.

Ταξιδεύοντας το βλέμμα μας από τα δεξιά προς τα αριστερά βλέπαμε: την κορυφή «Πρ. Ηλίας» (υψ. 2.787 μ.), την κορυφή «Τούμπα», το πέρασμα «Πόρτες», το «Στεφάνι» ή «Θρόνος του Δία» (υψ. 2.911 μ.) και ακριβώς πίσω του ένα τμήμα της ψηλότερης κορυφής του «Μύτικα» (υψ. 2.918 μ.) (φωτ. 45).

Προχωρούσαμε στο «Οροπέδιο» με κατεύθυνση προς το καταφύγιο «Κάκαλος», που είναι κτισμένο στα 2.648 μέτρα υψόμετρο. Κοιτάζοντας προς το «Στεφάνι» το είδαμε «άδειο» και ταξιδεύοντας το βλέμμα μας γύρω-γύρω δεν «συναντήσαμε» ούτε μία Μούσα.

Δεν υπήρχε λόγος να χορεύουν και να τραγουδούν, αφού ο Δίας δεν ήταν στο «Θρόνο» του και το χιόνι θα τις δυσκόλευε.

Παντού σιωπή, απόλυτη ηρεμία.

Στα 2.600 μέτρα υψόμετρο δεν φύσαγε καθόλου. Ο ήλιος απο πάνω μας έκαιγε. Το χιόνι λιγοστό, 5-10 εκατοστά.

Πλησιάζοντας προς το καταφύγιο «Κάκαλος» ακούσαμε φωνές ορειβατών, στα αριστερά μας, που ανέβαιναν από το άλλο σημείο πρόσβασης, το «Γομαρόσταλο» (φωτ. 46).

Μετά από μια κοπιώδη ανηφορική πορεία 5 ωρών και 15 λεπτών φτάσαμε στο καταφύγιο. Ήταν κλειστό. Ήμασταν μόνο εμείς και περιμέναμε αυτούς που ακούγαμε νωρίτερα (φωτ. 47, 48).

Αρχίσαμε το κολατσιό μας όταν εμφανίστηκαν 5 νεαρά άτομα, 4 αγόρια και μία κοπελίτσα. Τα θαυμάσαμε για το κατόρθωμά τους, μαθαίνοντας πως τα τέσσερα ανέβαιναν το βουνό για πρώτη φορά ;;!!

Βγήκαμε φωτογραφία με τους 2 της παρέας (φωτ. 49).

Η κοπελίτσα προτίμησε να βγεί μόνη της απολαμβάνοντας τη θέα από ψηλά (φωτ. 50).

Οι εικόνες από το καταφύγιο απερίγραπτες (φωτ. 51, 52).

Χαμηλά βλέπαμε τα σύννεφα. Ο Θερμαϊκός και το πρώτο πόδι της Χαλκιδικής δεν φαίνονταν.

Απέναντι, πάνω από τα σύννεφα, βλέπαμε τις άλλες κορυφές και τοπωνυμίες του Ολύμπου: «Σημαιοφόρος» (υψ. 2.366 μ.), «Πάγος» (υψ. 2.682 μ.), «Καλόγερος» (υψ. 2.701 μ.), τμήμα της κορυφής «Άγιος Αντώνιος» (υψ. 2.815 μ.) κ.α. (φωτ. 53).

Αφού ξεκουραστήκαμε και φάγαμε τα σάντουϊτς, τις σοκολάτες και τις μπάρες δημητριακών που είχαμε μαζί μας, ξεκινήσαμε για την επιστροφή (φωτ. 54).

Η πορεία μας μέχρι την κορυφή «Σκούρτα» γινόταν πάνω στο μονοπάτι που περπατήσαμε ανηφορίζοντας. Αυτή τη φορά, όμως, ήταν  κατηφορικό (φωτ. 55, 56).

Επιστρέφοντας είδαμε και άλλα αγριοκάτσικα να μας παρακολουθούν ήρεμα (φωτ. 57).

Δεν κάναμε παραπάνω από μία ώρα χαλαρής πορείας, από το καταφύγιο, και φτάσαμε στην κορυφή «Σκούρτα». Η εικόνα αυτή τη φορά δεν είχε καμιά σχέση με την προηγούμενη, που αντικρίσαμε ανηφορίζοντας.

Βλέπαμε καθαρά, αυτή τη φορά, τόσο το μονοπάτι που περπατήσαμε, όσο και τις ψηλότερες κορυφές του βουνού των θεών (φωτ. 58).

Όλα γύρω έδειχναν φανταστικά.

Βλέπαμε την απέναντι κορυφογραμμή με τις κορυφές της και χαμηλά τα σύννεφα να έχουν καλύψει το «Μαυρόλογγο». Στη θέα του νόμιζες πως έβλεπες μια λίμνη καλυμμένη με χιόνι (φωτ. 59 ).

Φτάνοντας στη «Σκούρτα» αποφασίσαμε να μην ακολουθήσουμε το μονοπάτι που ανηφορίσαμε, αλλά να κάνουμε την άλλη διαδρομή περνώντας από το «Ανάθεμα», για αλλαγή παραστάσεων και να συντομέψουμε την απόσταση.

Το μονοπάτι που επιλέξαμε είναι πολύ κατηφορικό. Χαραγμένο σε πλαγιά με πολύ μεγάλη κλίση, σχεδόν απότομη και με μορφολογικές εναλλαγές (φωτ.60, 61).

Στην αρχή του με τμήματα πετρώδη, στη συνέχειά του με κομμάτια χωμάτινα που το κατάμαυρο χώμα τους ήταν υγρό και γλιστρούσε (φωτ. 62).

Τα περάσματά μας μέσα από δάσος ρόμπολου.

Η ομίχλη όσο κατηφορίζαμε ήταν με τα παιχνιδάκια της και όταν αυτή απομακρυνόταν, ήμασταν εμείς με τα παιχνίδια μας  (φωτ. 63, 64).

Το πέρασμά μας από το «Ανάθεμα» ήταν πολύ προσεκτικό. Προσέχαμε πολύ για να αποφύγουμε τον ανεπιθύμητο τραυματισμό.

Δεν κάναμε παραπάνω από 1 ώρα και 10 λεπτά κατηφορικής πορείας, από την κορυφή «Σκούρτα», και φτάσαμε στο «Στράγκο» με τη τσιμεντένια δεξαμενή. Αυτή τη φορά δεν περάσαμε από το καταφύγιο της «Πετρόστρουγκας».

Με το πέρασμά μας από το «Ανάθεμα» το προσπεράσαμε..

Από δώ και πέρα όλα γνωστά. Το μονοπάτι, η διαδρομή, το σκηνικό, όλα ήταν  ίδια με εκείνα που περάσαμε και αντικρίσαμε ανηφορίζοντας. Η πορεία μας χαλαρή, το μονοπάτι κατηφορικό. Στη διαδρομή μας προσπεράσαμε μια αμάδα νεαρόκοσμου που κατηφόριζε εκείνη τη στιγμή.

Είχαν διανυκτερεύσει στο καταφύγιο και το πρωϊ ανέβηκαν, πριν από μας, μέχρι την «Σκούρτα».

Αγόρια – κορίτσια από Θεσσαλονίκη, χαρούμενα, γεμάτα νιότη, να μας κάνουν χώρο να περάσουμε. Μαζί τους είχαν συνοδούς που ήταν έμπειροι ορειβάτες. Κοντά στο χώρο στάθμευσης συναντήσαμε και άλλους (φωτ. 65).

Φτάνοντας στο αυτοκίνητό μας, αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή.

Στο σημείο αυτό, άλλη μία κυριακάτικη ορειβατική δραστηριότητά μας έφτασε στο τέλος της.

Εμείς, με πολλές παραστάσεις και με εκατοντάδες εικόνες να «φωλιάζουν» σε μια γωνιά του μυαλού μας, αφού ετοιμαστήκαμε πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

Από την επόμενη κιόλας μέρα θα αρχίσουμε να περιγράφουμε στους φίλους μας την εμπειρία μας, τα όσα βιώσαμε και τα όσα αντικρίσαμε στο βουνό των θεών.

Απολογισμός :

Διαδρομή: «Γκορτσιά» ή «Διασταύρωση» (υψ. 1.120 μ.) – «Μπάρμπα»

(υψ. 1.450 μ.) – καταφύγιο «Πετρόστρουγκας» (υψ. 1.930 μ.) –

«Μάντρες» – κορυφή «Σκούρτα» (υψ. 2.475 μ.) – «Λαιμός» – «Οροπέδιο

Μουσών» (υψ. 2.600 μ.) – καταφύγιο «Κάκαλος» (υψ. 2.648 μ.) –

επιστροφή από το «Ανάθεμα»

Υψομετρική  διαφορά : 1.760 μέτρα  (GPS.)

Απόσταση : 23 χλμ.  (GPS)

Χρόνος :      9 ώρες και 15 λεπτά (συνολικός χρόνος)

banner-article

Ροη ειδήσεων