Απόψεις

“Το αδιέξοδο της ελληνικής νεολαίας” γράφει ο Στέργιος Καλπάκης

 

Ένας από τους σημαντικότερους δείκτες αναφορικά με τα επιτεύγματα μιας κοινωνίας στον τομέα της κοινωνικής κινητικότητας είναι η εκπαιδευτική διαγενεακή κινητικότητα, δεδομένου ότι το επίπεδο εκπαίδευσης του κάθε ατόμου σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με το επάγγελμά του, και επομένως με το εισόδημά του. Συγκεκριμένα, με την όρο εκπαιδευτική διαγενεακή κινητικότητα αναφερόμαστε στην κινητικότητα ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων και τα αντίστοιχα εκπαιδευτικά αποτελέσματα των παιδιών τους. Έχει βρεθεί ότι η εκπαίδευση των γονέων ασκεί σημαντική επίδραση στα εκπαιδευτικά αποτελέσματα των παιδιών τους, αφού η εκπαίδευση συμβάλλει στη βελτίωση του ρόλου των ατόμων ως γονέων, και μέσω αυτής θα μπορούσαν να επηρεαστούν θετικά τα μελλοντικά αποτελέσματα των παιδιών στους τομείς της εκπαίδευσης και της εργασίας. Επίσης, οι γονείς με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, και συχνά υψηλά εισοδήματα, μπορούν να χρηματοδοτήσουν οι ίδιοι την εκπαίδευση των παιδιών τους.

Όσον αφορά την Ελλάδα, σε μία χώρα που οι οικογένειες ετησίως δαπανούν δισεκατομμύρια ευρώ για την εκπαίδευση των παιδιών τους, είναι προφανές ότι το οικογενειακό εισόδημα αποτελεί μια σημαντική πηγή για την άνιση πρόσβαση στην εκπαίδευση. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι, κατά μέσο όρο, η επένδυση σε συμπληρωματικά φροντιστηριακά μαθήματα είναι μεγαλύτερη στις οικογένειες με υψηλά εισοδήματα. Οι περισσότερες έρευνες πάνω στο αντικείμενο καταλήγουν στο συμπέρασμα πως τα παιδιά που προέρχονται από γονείς με καλύτερο επίπεδο εκπαίδευσης και καλύτερο επαγγελματικό υπόβαθρο είναι πιο πιθανό να επιτύχουν στις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο και να λάβουν υψηλού επιπέδου εκπαίδευση απ’ ότι οι μαθητές που προέρχονται από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, υπονοώντας με αυτό τον τρόπο ότι στην Ελλάδα υπάρχει άνιση πρόσβαση στις ίσες ευκαιρίες.

Όμως στην Ελλάδα της κρίσης υπάρχουν χιλιάδες νέοι που, ενώ οι γονείς τους επένδυσαν πολλά χρήματα στην εκπαίδευσή τους, ώστε έχουν λάβει ανωτέρου επιπέδου εκπαίδευση από εκείνους, είναι άνεργοι ή αμειβόμενοι με πολύ λιγότερα χρήματα από το εισόδημα των γονιών τους και σε εργασίες που συνήθως δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο σπουδών τους. Επομένως, πώς εξηγείται το γεγονός ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, ενώ υπήρξε υψηλός βαθμός εκπαιδευτικής διαγενεακής κινητικότητας, δεν ισχύει το ίδιο αναφορικά με την εισοδηματική διαγενεακή κινητικότητα;

Σε μεγάλο βαθμό, οι ελληνικές οικογένειες επένδυσαν στην εκπαίδευση των παιδιών τους, προκειμένου είτε να προσληφθούν στο ελληνικό δημόσιο, με κορυφαίο παράδειγμα την εκτόξευση των βάσεων στις παιδαγωγικές σχολές την περίοδο 2006-2009, είτε να ακολουθήσουν τα επαγγέλματα όπου το κράτος παρείχε μονοπώλιο, ώστε ήταν αρκετός ο τίτλος που οδηγούσε στην άδεια άσκησης επαγγέλματος και στην οικονομία της υπογραφής (μηχανικοί, φαρμακοποιοί, συμβολαιογράφοι), είτε για να ανοίξουν κάποια μικρή επιχείρηση, συνήθως εμπορική, είτε για να εργαστούν στην οικογενειακή επιχείρηση.

Αλλά σε μία οικονομία που από το 2006 αντιμετώπιζε σοβαρό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, καθώς δεν παρήγαγε προϊόντα, ήταν καταναλωτική και εξαρτημένη από τον υπερδανεισμό του κράτους, μόλις η κάνουλα των δανεικών έκλεισε, η δομή αυτή κατέρρευσε, οδηγώντας σε αδιέξοδο χιλιάδες απόφοιτους ανωτάτων σχολών, κατόχους τίτλων χωρίς αντίκρισμα, με αποτέλεσμα πλέον να είναι εξαρτημένοι με διάφορους τρόπους από τους γονείς τους (οικονομική στήριξη, συγκατοίκηση με την οικογένεια κ.ά.) ή να αναζητούν μια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό. Επτά χρόνια μετά την κατάρρευση της παραπάνω δομής, αυτή η τάση ακόμη δεν έχει υποχωρήσει. Βέβαια, στο κυνήγι του πτυχίου στηρίζεται ένα ολόκληρο οικονομικό σύστημα που σχετίζεται αρχικά με τις δαπάνες για φροντιστηριακά μαθήματα και στη συνέχεια με τις δαπάνες των φοιτητών.

Από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι είναι αναγκαία η γενναία μετατόπιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, από την κατανάλωση, στην παραγωγή καινοτόμων και ποιοτικών προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αυτού του είδους οι οικονομικές δραστηριότητες μπορούν να δημιουργήσουν θέσεις εργασίες και να πληρώσουν καλούς μισθούς, με λίγα λόγια να σταθούν, σε μια σύγχρονη δυτική χώρα. Όμως η νέα οικονομία προϋποθέτει και νέου τύπου εκπαίδευση. Σε αυτή την κατεύθυνση κινούνται προτάσεις όπως: 1. Ο νέος χάρτης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με στόχο την ύπαρξη ενός εκπαιδευτικού πόλου ανά περιφέρεια, σύμφωνα με τις παραγωγικές ανάγκες της χώρας, 2. Η αποδέσμευση του λυκείου από την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με νέο σύστημα εισαγωγής, 3. Η αναβάθμιση του απολυτηρίου του Λυκείου σε Εθνικό Απολυτήριο, 4. Ο εκσυγχρονισμός της τεχνολογικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης και η σύνδεσή της με τη νέα οικονομία, 5. Η ένταξη των νέων τεχνολογιών στην εκπαιδευτική διαδικασία, με καινοτόμο και δημιουργικό τρόπο, και 6. Η επιμόρφωση, με στόχο την εξειδίκευση του προσωπικού, ώστε ν’ ανταποκρίνεται στις ανάγκες μια σύγχρονης και καινοτόμου οικονομίας.

Σε αυτά τα ζητήματα φιλοδοξεί να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις το επικείμενο πολιτικό – προγραμματικό συνέδριο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης (30 Ιουνίου – 2 Ιουλίου).

Στέργιος Καλπάκης

Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της ΔΗΜΑΡ

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας