Βέροια Γράμματα & Τέχνες

H “Ξανθίππη” και ο παραμορφωτικός καθρέφτης μιας εποχής

 Δήμητρα Σμυρνή

Κάποτε, πολύ παλιά, ένας από τους τρόπους διασκέδασης, κυρίως στα πανηγύρια, ήταν πέρα από το  «γύρο του θανάτου» ή τα διάφορα ακροβατικά, και οι παραμορφωτικοί καθρέφτες, που, μακραίνοντας, κονταίνοντας ή φαρδαίνοντας τις ανθρώπινες φιγούρες, προκαλούσαν το γέλιο στους απλοϊκούς επισκέπτες με ένα μικρό εισιτήριο.

Σήμερα, στην ηλεκτρονική εποχή που ζούμε, ο τρόπος διασκέδασης έγινε απείρως συνθετότερος. Άλλαξαν οι άνθρωποι, άλλαξαν οι εποχές. Οι παραμορφωτικοί καθρέφτες όμως εξακολουθούν να υπάρχουν, μόνο που παραμορφώνουν πρόσωπα, ιδέες, ή γεγονότα, με όχι και τόσο αθώους σκοπούς, όπως παλιά.

Στην περίπτωση της «Ξανθίππης» του Γιώργου Χριστοδούλου, που σκηνοθετήθηκε από τον Κωστή Παπαϊωάννου, με τη Ματθίλδη Μαγγίρα στον ομώνυμο ρόλο, μια παραγωγή που υιοθετήθηκε από το Κέντρο Πολιτισμού της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας σε συνεργασία με την Περιφερειακή Ενότητα Ημαθίας, και προσφέρθηκε στο κοινό της Βέροιας χωρίς εισιτήριο, οι παραμορφωτικοί καθρέφτες είχαν σκοπό τους το γέλιο. Κι αυτό το κατάφεραν σ’ ένα μεγάλο μέρος του κοινού, που γέμισε τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, στη χθεσινή παράσταση.

Και βέβαια, σε μέρες που ο Έλληνας πιέζεται τόσο πολύ από τα οικονομικά αδιέξοδα, που του έγιναν θανάσιμος βρόγχος, είναι φυσικό να αποζητά διέξοδο στο γέλιο και σε οποιαδήποτε αναψυχή, που θα αποτελέσει γι αυτόν κάποιο μικρό  ευχάριστο διάλειμμα.

Όμως, όταν το αντικείμενο που πραγματεύεται ένα κείμενο, όπως η «Ξανθίππη», είναι μια ολόκληρη εποχή, που έτσι κι αλλιώς καθορίζει το πολιτιστικό προφίλ του Ελληνισμού, τότε τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.

Ξέρουμε πως ο περίφημος «Χρυσός Αιώνας» του Περικλή δεν ήταν μόνο ο αιώνας που έζησε ένας Σωκράτης, οι μεγάλοι τραγικοί ή ο Φειδίας του Παρθενώνα… Ξέρουμε πως αυτός ο Παρθενώνας έγινε με τα χρήματα των συμμάχων της Αθήνας κάτω από αφόρητη πίεση, ή πως ο Περικλής είχε τις ανθρώπινες αδυναμίες του και πως ο Σωκράτης δίδασκε την αρετή και την αλήθεια, δωρεάν πάντα, μόνο στα πλουσιόπαιδα, γιατί τα φτωχά παιδιά ήταν στις δουλειές τους, και δε θα μπορούσαν να τον παρακολουθήσουν. Ξέρουμε πως δίπλα στην Πνύκα που αγόρευαν οι ελεύθεροι -και πάντα γόνοι πλούσιων οικογενειών- πολιτικοί της εποχής, οι δούλοι κατασκεύαζαν τις ασπίδες και τα σπαθιά των πολέμων…

Απ’ αυτό το σημείο όμως, μέχρι να παρουσιάζονται πρόσωπα όπως ο Περικλής ή ο Σωκράτης άκρως γελοιοποιημένα, υπάρχει μεγάλη απόσταση!

Γιατί, έτσι παρουσιάστηκαν στην «Ξανθίππη». Μα, θα μπορούσε να πει κανείς, μήπως το ίδιο δεν έκανε κι ο Αριστοφάνης; Μήπως δεν τσαλάκωνε τις όποιες προσωπικότητες, οδηγώντας κατά πολλούς ακόμη και τον ίδιο το Σωκράτη στο θάνατο με τις «Νεφέλες» του;

Ο Αριστοφάνης πρέπει να τοποθετείται στην εποχή του και μάλιστα να μην αποτελεί για μας σήμερα μια γέφυρα, για να περάσουμε τα δικά μας χοντροκομμένα δήθεν αστεία, μπολιάζοντας το κείμενό του μ’ αυτά, κάθε καλοκαίρι που τον παίζουμε κατά κόρον.

Ο Γιώργος Χριστοδούλου θέλησε με την «Ξανθίππη» του να ανασύρει από το ιστορικό παρελθόν τη γυναίκα του Σωκράτη, ένα πρόσωπο ελάχιστα φωτισμένο μέσα από τις πηγές -και μάλιστα κυρίως αρνητικά φωτισμένο-  να της δώσει πνοή, να την αποκαταστήσει και μέσα απ’ αυτήν να φωτίσει και το πρόσωπο του Σωκράτη, εντάσσοντας και τους δύο στην πιο πολυσυζητημένη εποχή, την εποχή τους.

Κι εδώ αρχίζει να λειτουργεί ο παραμορφωτικός καθρέφτης του κειμένου. Ο συγγραφέας επιλέγει να «σώσει» την Ξανθίππη, ζωγραφίζοντας το Σωκράτη με τις βιαστικές γραμμές μιας καρικατούρας. Ο φιλόσοφος σχεδόν εξαφανίζεται και προβάλλει ο άντρας της καθημερινότητας άκρως γελοιοποιημένος, και με την γνωστή δυσμορφία του υπερτονισμένη.

Δίπλα του ο Περικλής υφίσταται κι αυτός την ανάλογη προσαρμογή στο ζητούμενο του συγγραφέα, με υπερτονισμένη στο έπακρο την αδυναμία του στην Ασπασία. Και βέβαια δεν του γλυτώνει ούτε ο Αλκιβιάδης, ο μοιραίος απ’ όλες τις απόψεις άντρας της εποχής.

Η ίδια η Ξανθίππη αποδίδεται σαν μια προσωπικότητα αδικημένη – όπως οι περισσότερες γυναίκες της Αθήνας, που στην ουσία είναι έγκλειστες στους τέσσερις τοίχους των σπιτιών τους-  που ναι μεν διακρίνεται για τον αψύ της χαρακτήρα, αλλά αυτός ενισχύεται κι από τη συμπεριφορά του Σωκράτη.

Αφήνοντας τις κάποιες ιστορικές ανακρίβειες του κειμένου, όπως για παράδειγμα τη θέση της γυναίκας στη Σπάρτη – η  Σπαρτιάτισσα είναι σαφώς πιο απελευθερωμένη και δυναμική από την Αθηναία-  ή την παρουσία της Μυρτώς στη ζωή του Σωκράτη,  ξαναγυρίζουμε στην Ξανθίππη, η οποία έχει τόσα κενά ως θεατρικός ρόλος, ώστε μπερδεύει το θεατή με τη συμπεριφορά και το λόγο της. Γελοιοποιώντας σ’ όλη τη διάρκεια του έργου το Σωκράτη, στο τέλος, όταν το έργο φτάνει στην απολογία, στην καταδίκη και στο θάνατο του Σωκράτη, η Ξανθίππη μεταμορφώνεται σε αρχαία τραγωδό, που θρηνεί εκκωφαντικά γι αυτόν.

Κι εδώ νιώθεις πως δεν πείστηκες και πως ο ρόλος έμεινε μετέωρος να αιωρείται!

Ο σκηνοθέτης του έργου, ακολουθώντας το κείμενο, προσέδωσε στην πρωταγωνίστριά τα χαρακτηριστικά που του υπέδειξε ο συγγραφέας. Η Ξανθίππη του έφτασε με όλα, φωνή, έκφραση, και κίνηση, στο σημείο της έσχατης υπερβολής, θυμίζοντας τις ρωμαϊκές κωμωδίες της παρακμής, ή τις περισσότερες σημερινές τηλεοπτικές κωμικές σειρές.

Όσο για τη Ματθίλδη Μαγγίρα, που ερμήνευσε το ρόλο σ’ έναν εξαντλητικό γι αυτήν μονόλογο 80 λεπτών- για τον  οποίο πρέπει να επαινεθεί ως προς τις αντοχές που διαθέτει- απέδωσε την Ξανθίππη, υπακούοντας στο κείμενο και τις σκηνοθετικές οδηγίες που της δόθηκαν, θυμίζοντας όμως έντονα ερμηνευτικές ατραπούς τηλεοπτικών show,  στα οποία είναι συνηθισμένοι οι περισσότεροι θεατές.

Θα ήταν άδικο να μη σχολιάσει κανείς θετικά το λειτουργικό και πρωτότυπο σκηνικό και το κοστούμι της πρωταγωνίστριας, που ήταν της Πολυτίμης Μαχαίρα, τη σωστά επιλεγμένη μουσική του Νίκου Βασιλείου και τους πολύ καλούς φωτισμούς της παράστασης του Θωμά Οικονομάκου.

Και κλείνοντας, έβγαλε γέλιο η παράσταση; Αν αυτό είναι το μοναδικό ζητούμενο, τότε ναι! Αν  όμως αναζητήσουμε τους πραγματικούς στόχους του θεάτρου γενικότερα, τότε…

banner-article

Ροη ειδήσεων