Απόψεις Λογοτεχνία

“Κ. Π. Καβάφης, η φωνή της συλλογικής συνείδησης” γράφει η Δήμητρα Σμυρνή

Η φωνή του έρχεται από πολύ μακριά κι από πολύ παλιά…

Κανένας άλλος ποιητής δεν κατάφερε να παίξει με τόση τέχνη με το χρόνο διαπερνώντας τον, φέρνοντάς τον στο τώρα, ή αντίστροφα, πηγαίνοντας τους αναγνώστες του πίσω στο παρελθόν, με μια απόλυτη φυσικότητα, σα να ζούνε στα ρωμαϊκά, στα ελληνιστικά, ή στα βυζαντινά χρόνια.

Δεν κατάφερε να φορέσει τις ατέλειωτες περσόνες του και μ’ αυτές, μέσα από τους ήρωές του, να κάνει τον αναγνώστη του να δει το δικό του πρόσωπο μέσα στον καθρέφτη της φθαρτής και μοιραίας του ύπαρξης, όπου καραδοκούν το αναπάντεχο και το τραγικό…

Είπαν γι αυτόν πως είναι ο ποιητής της παρακμής, επειδή και οι εποχές που διάλεγε για να ζωντανέψει μέσα σ΄ αυτές τα πρόσωπά του ήταν έτσι. Μήπως όμως έτσι δε συμβαίνει σ΄ όλες τις εποχές; Από το θρίαμβο στην πτώση, από τη λάμψη στην αφάνεια. Και για τον ίδιο τον άνθρωπο, από τα στίλβοντα νιάτα στα σκοτεινά γηρατειά…

Κωνσταντίνος Πέτρου Καβάφης, ο Αλεξανδρινός. Ο προσδιορισμός της καταγωγής δεν είναι δικός του είναι δικός μας. Πίσω του φέρνει ήχους και αρώματα μιας πόλης που στάθηκε σταυροδρόμι πολιτισμών, και που τον ταύτισε μαζί της.

Τα νυχτωμένα σοκάκια της, η μοναξιά του, ο ποιητικός στοχασμός, η αναπόληση, το στήσιμο στην οθόνη του μυαλού και της ψυχής του όσων έζησε κι όσων δε μπόρεσε να ζήσει…

Ο ιστορικός Καβάφης, ο φιλοσοφικός, ο ερωτικός, ή καλύτερα ο πρωτεϊκός, που αλλάζοντας πρόσωπα, θέματα ή εποχές, μπορεί και συγκεντρώνει την ανθρώπινη περιπέτεια μέσα στο γοητευτικό αντηχείο της δικής του ποίησης.

Για τον Καβάφη έχουν γραφτεί τόσα πολλά! Τι θα πρόσθεταν μερικά ακόμη λόγια; Μόνο την προσωπική συγκίνηση, κι αυτή λειψή, καθώς τα καθημερινά λόγια δεν μπορούν να αποδώσουν τη μαγεία της μεγάλης ποίησης. Γιατί μεγάλη;

Γιατί τη βρίσκουμε μπροστά μας, σ’ όλη τη ζωή μας να ξεπροβάλλει στοχαστική. Τη βρίσκουμε, όταν πρέπει να κάνουμε οδυνηρές επιλογές

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τό ‘χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει σην τιμή και στην πεποίθηση του.

Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό —  εις όλην την ζωή του. 

Γιατί ασφυκτιούμε τόσο συχνά στα προσωπικά ή στα τείχη μέσα στα οποία μας έκλεισαν οι άλλοι

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Γιατί στους καιρούς της παρακμής περιμένουμε κάποιους  « βαρβάρους» να μας βγάλουν από τα αδιέξοδα

 Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.

Γιατί δεν περιμένουμε το τραγικό που μας βρίσκει ανυπεράσπιστους

Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
κι ανέτοιμους — πού πια καιρός — μας συνεπαίρνει.

Γιατί κάποιες φορές θα θέλαμε να φυλάξουμε «Θερμοπύλες», όσο κι αν μας κατάντησαν οι εποχές  άπραγους παρατηρητές της μεγαλύτερης οικονομικής βιαιότητας

Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες•
…………………………
Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

Γιατί αναπολούμε τις λαμπερές στιγμές της νιότης

Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,
…………………………………
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·
πώς έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.

Γιατί ακούμε όλοι μέσα μας τις φωνές των αγαπημένων μας που έφυγαν για πάντα

Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε•
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας —
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει

 Γιατί για τόσους πολλούς υπάρχει η «πόλις», με τα αδιέξοδά της

…………………………

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.

Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς

τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·

και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.

Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—

δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.

Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ

στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.

 

Γιατί κάποτε, μετά την πάλη, έρχεται η ήττα, η πτώση, ατομική, συλλογική ή εθνική

Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ’ επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.

……………

Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’ αισθήματα.

Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’ η Εκάβη κλαίνε.

Γιατί ο χρόνος, αδυσώπητος για όλους, πότε με τις ώρες

 Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,

και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

…………………………….

Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

 Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.

και πότε με τις μέρες, που γίνονται παρελθόν σαν σβησμένα κεριά, είναι εφιαλτικός καθώς τρέχει ασταμάτητα…

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Γιατί, όταν «στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος» αναμετρηθούμε με τα όσα ζήσαμε,

Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

Και μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.

…………………………………

…Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.

 

τότε έρχεται η «Ιθάκη» του Καβάφη, καράβι του στοχασμού, με την παραδοχή της αξίας των όσων ζήσαμε στο μεσιανό κατάρτι του… Το ταξίδι έγινε με το φώς και το σκοτάδι σε εναλλαγές, ίσως όχι όπως το ονειρευτήκαμε, αλλά έγινε. Κι αυτό μετράει. Το ταξίδι…

………………

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

ΥΓ.Ο Καβάφης γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 29 Απριλίου του 1863 και πέθανε την ίδια μέρα, 29 Απριλίου του 1933, κλείνοντας τα 70 του χρόνια.

Την τελευταία μέρα, καθώς είχε χάσει πια τη φωνή του από καρκίνο του λάρυγγα και επικοινωνούσε με τους γύρω του μόνο με σημειώματα, το τελευταίο μήνυμα που άφησε πάνω στο χαρτί ήταν μια τελεία κλεισμένη μέσα σ’ έναν κύκλο.

Η απόλυτη αφαίρεση ή η περισσότερο ομιλούσα σιωπή…

banner-article

Ροη ειδήσεων