Απόψεις Περισσότερο διαβασμένα Πολιτισμός

“Εθιμολογία του Πάσχα” γράφει ο Γιάννης Τσιαμήτρος

Οι κοπέλες του Επιταφίου. Λιτόχωρο, δεκαετία του ‘60*

Στο παρόν σημείωμα θα παρουσιάσουμε την εθιμολογία του Πάσχα από το Σάββατο του Λαζάρου μέχρι τη Δευτέρα ημέρα του Πάσχα, όπως σκιαγραφείται στην ιστοσελίδα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών με διευθύντρια την Aικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, Δ. Φιλολογίας:

Για την Ορθοδοξία η περίοδος του Πάσχα αρχίζει με την Σαρακοστή, μακρά περίοδο σωματικής και ψυχικής – πνευματικής προετοιμασίας, για το καινούργιο που συμβαίνει  κάθε χρόνο. «Πάσχα το καινόν», και «πανήγυρις πανηγύρεων», σύμφωνα με τους πασχαλινούς ύμνους, αποτελεί για τον ελληνικό λαό λαμπρή ημέρα, καθώς και η φύση «βρίσκεται στην πιο καλή της ώρα».

Κατά το διάστημα της προετοιμασίας έθιμα προχριστιανικά με χαρακτήρα λατρευτικό, εξαγνιστικό και αποτρεπτικό του κακού, που απειλεί τη βλάστηση και την παραγωγή, έχουν ενταχθεί στη χριστιανική λατρεία. Λαϊκά  δρώμενα αναπαράστασης θανάτου – ανάστασης στον ελληνικό χώρο, όπως ο Ζαφείρης στην Ήπειρο, οι κήποι του Άδωνη, οι τελετουργικοί χοροί του Πάσχα και του αγίου Γεωργίου, οι κούνιες, οι επισκέψεις με όργανα στους τάφους, η συμβολική χρήση των αβγών – και μάλιστα κόκκινων, αποτελούν εκδηλώσεις της προαιώνιας προσπάθειας του ανθρώπου να συμβάλει θετικά στη διαδικασία ανανέωσης της φύσης και στην εξασφάλιση της καλής σοδειάς.

Το Πάσχα στην κορύφωση της άνοιξης, συμβολίζει την αναγέννηση της ζωής, όπως αυτή εκφράζεται με το παρακάτω γνωστό παραδοσιακό τραγούδι, που περιγράφει απλά και  επιγραμματικά την αναπότρεπτη ροή του χρόνου:

 

*Χειμώνας και χινόπωρος αντάμα τρων και πίνουν

Και κάλεσαν την άνοιξη να πα’ να την φιλέψουν

Κι η άνοιξη σαν τ’ άκουσε, πολύ της βαροφάνη

Μη γ-καμαρώνεις, Άνοιξη, μι τα  πουλλά λουλούδια,

Τρεις μήνες έχ’ η άνοιξη και τρεις το καλοκαίρι

Πάλι θα ρθει Χινόπωρος και θα τα μαραγκιάσει.

 

[*σημείωση δική μου: Το ίδιο ακριβώς τραγούδι μου τραγούδησε ο μακαρίτης πλέον πατέρας μου Τσιαμήτρος Κώστας το 2007, 87 τότε ετών].

Ο άνθρωπος πεθαίνει, ενώ η φύση ανανεώνεται (καλότυχά  ‘ναι τα βουνά ποτέ τους δεν γερνούνε…), ιδιαίτερα την άνοιξη, οπότε η αντίθεση είναι πιο έντονη (την άνοιξη, το Μάη, το καλοκαίρι, που λουλουδίζουν τα κλαριά και πρασινίζουν οι κάμποι…). Από τους αρχαίους μύθους του Άδωνη και της Περσεφόνης που ανατρέπουν και αρνούνται τον θάνατο, μέχρι τον αναστάντα Χριστό, τον Ζαφείρη, το Μαγιόπουλο και τα άλλα ανοιξιάτικα δρώμενα.

Λάζαροι – Λαζαρίνες – Βάια

Tο τριήμερο του Λαζάρου και των Βαΐων, ενταγμένο στον κύκλο των ανοιξιάτικων εορταστικών εκδηλώσεων, παράλληλα προς τον θρησκευτικό χαρακτήρα του αγγέλματος της Ανάστασεως του Χριστού, περιλαμβάνει νεκρολατρικά και γονιμικά έθιμα, αγερμικά τραγούδια παιδιών, κυρίως κοριτσιών αλλά και ενηλίκων γυναικών, που περιέφεραν ομοίωμα νεκρού, χτυπώντας ρυθμικά κουδούνια και τραγουδώντας το τραγούδι  του Λαζάρου και συγκέντρωναν κυρίως αβγά για το Πάσχα.

Αλλού κορίτσια με στολισμένα καλαθάκια ή ομοίωμα του Λαζάρου γυρνούν και λένε το Λάζαρο και οι νοικοκυρές τα φιλοδωρούν με αβγά.

Στην Κύπρο γίνεται αναπαράσταση της νεκρανάστασης του Λαζάρου, ενώ στην περιοχή της Κοζάνης νέες κοπέλες, στολισμένες με λουλούδια, οι Λαζαρίνες, χορεύουν τελετουργικά και τραγουδούν ανοιξιάτικα τραγούδια. Το τραγούδι του Λαζάρου προετοιμάζει για το Πάθος του Χριστού και την Κάθοδο στον Άδη αλλά και την εκ νεκρών Ανάσταση. Οι Λαζαρίνες, γυρίζουν  από σπίτι σε σπίτι κρατώντας  στα χέρια ένα  ομοίωμα του Λαζάρου, φτιαγμένο από τον κόπανο, που πλένουν τα ρούχα, ντυμένο με πολύχρωμα πανιά, σα να κρατούν μωρό φασκιωμένο, ή τη ρόκα ή καλάμια ή και  μια κούκλα στολισμένη με πολύχρωμα λουλούδια, κορδέλλες και παρδαλά πανιά.

Στη Σκύρο αντί για  όλα  αυτά παίρνουν τη σιδεροχουλιάρα (=κουτάλα τρυπητή) και βάζουν μαργαρίτες σε κάθε τρύπα. Στη μέση βάζουν ένα γαρυφαλλάκι κόκκινο και φτιάχνουν ένα πρόσωπο. Δένουν ένα ξύλο σταυρωτό πάνω στην κουτάλα, σαν χέρια και φορούν ένα πουκαμισάκι. Κάνουν το Λάζαρο. Γυρίζουν τα σπίτια και συγκεντρώνουν λεφτά, αβγά, ό,τι έχουν.

Αλλού αντί για κόπανο έχουν ένα καλαθάκι στολισμένο με λουλούδια.

Στην Κρήτη κάνουν ένα σταυρό με καλάμια και τον στολίζουν με κολαϊνες από λεμονανθούς και κόκκινα λουλούδια.

Στην Κύπρο αντί για ομοίωμα ένα παιδί παρίστανε τον Λάζαρο, ντυμένο με λουλούδια. Γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι, ο Λάζαρος έπεφτε κάτω και παρίστανε τον νεκρό και κάποιο από τα παιδιά φώναζε: «Λάζαρε, δεύρο έξω!» Τότε πετιόταν επάνω.

Ανάλογα έθιμα νεκρανάστασης συνηθίζονταν στον ελληνικό χώρο κατά τη διάρκεια της άνοιξης (Ζαφείρης στην Ήπειρο, Φουσκοδέντρι στην ορεινή Κορινθία, Μάηδες στο Πήλιο κ.ά.).

Στην Ήπειρο (Σούλι, Πωγώνι, Αργυρόκαστρο κ.α.), όπως περιγράφεται στο περιοδικό Μπουκέτο του 1929, τα τραγούδια του Λαζάρου συνοδεύονται από κυπριά (είδος μεγάλων κουδουνιών), κρεμασμένα σε μια σανίδα, την οποία κινούν τα παιδιά ρυθμικά, σα να κοσκινίζουν  αλεύρι. Για κάθε τραγούδι και εγκώμιο για τους ενοίκους του σπιτιού, που θα πουν τα παιδιά, θα πάρουν κι ένα αβγό.

Η καλή υποδοχή των παιδιών για να τραγουδήσουν τον Λάζαρο ήταν περίπου υποχρεωτική και αντίθετη συμπεριφορά είχε ως επακόλουθο το αντίστοιχο δίστιχο:

Στο σπίτι όπου κάθεσαι, κούκκος να μη λαλήσει

Μήτε ποτές αβγό να δεις κι η κότα σ’ να ψοφήσει.

Ή όπως στην Ικαρία:

Λάζαρος στην πόρτα σου / Να ψοφήσει η κότα σου.

Και τ’ αβγά τηγανητά / στην ψυχή σου κολλητά.

Αντί για την ευχή: Λάζαρος στην πόρτα σου / να γεννάει η κότα σου.

Το Σάββατο του Λαζάρου στολίζουν την εκκλησία με δάφνες, βάγια και κλαδιά ελιάς τα οποία μεταφέρουν τα νεαρά αγόρια.

Στο Πήλιο οι νύφες της χρονιάς φτιάχνουν μπουκετάκια με κεντημένα βάγια (δάφνες) και λουλούδια δεμένα με κορδέλλες και τα πηγαίνουν σ’ ένα πανέρι στην εκκλησία την Κυριακή των Βαΐων.

Μετά τη λειτουργία τα μοιράζουν στους συγγενείς και τους φίλους. Παλιότερα έγραφαν και τα ονόματα κάθε οικογένειας στο μπουκετάκι.

Στην Κύπρο πηγαίνουν στην εκκλησία ολόκληρη ελιά. Από αυτή κόβουν και μοιράζουν κλωνάρια, τα οποία τοποθετούν στο εικονοστάσι.

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Η Μεγάλη Εβδομάδα αποτελεί περίοδο πνευματικής, σωματικής αλλά και υλικής προετοιμασίας για το Πάσχα. Οι περισσότεροι, κυρίως οι γυναίκες, παρακολουθούν τις ακολουθίες της εκκλησίας, νηστεύουν και προετοιμάζουν το σπίτι και το τραπέζι του Πάσχα.

Την Μ. Τετάρτη εκτός από το ευχέλαιο στην εκκλησία, «αναπιάνουν» (=ανανεώνουν) τη ζύμη για το ζύμωμα του ψωμιού. Όπως αναφέρει ο αθηναιογράφος Δημήτριος Καμπούρογλους «την Μεγάλη Πέμπτη το σκαφιδάκι της κλησάρισσας είχε τοποθετηθεί στον γυναικωνίτη. Όταν απόλαγε η εκκλησία έκοβε από ένα κομμάτι ζουμάρι, το αλεύρωνε και το έδινε στην καθεμιά ενορίτισσα. Με αυτό πρώτα, αρχής γενομένης, ζυμώνανε την κουλούρα της Λαμπρής. Όσα αβγά γεννούσαν οι όρνιθες τη Μεγάλη Πέμπτη, τά ’βαφαν ξεχωριστά και τά ’βαζαν στα ’κονίσματα-ένα κι ένα ήσαν αυτά για τον πονόλαιμο» (Εστία, 28 Απριλίου 1932).

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Την Μεγάλη Πέμπτη ή Κοκκινοπέφτη βάφουν το πρωί τα αβγά, βάζουν το πρώτο αβγό-παλιότερα πρόσεχαν να είναι μαύρης κότας- στο εικονοστάσι και πετούν το παλιό στο ποτάμι ή παλιότερα το κρατούσαν επτά χρόνια για να γίνει ο κρόκος του σαν κεχριμπάρι, φυλαχτό για τις έγκυες γυναίκες (κρατητήρα). Με το πρώτο αβγό σταύρωναν τα παιδιά, όταν ήταν άρρωστα. Και ο αριθμός των αβγών πρόσεχαν να είναι ορισμένος, το δοχείο να είναι καινούργιο και το νερό με τη  μπογιά να μη χυθεί ή βγει από το σπίτι. Ιδιαίτερη δύναμη πίστευαν ότι είχαν τα «ευαγγελισμένα» αβγά, αυτά δηλαδή που παρέμεναν στην εκκλησία μέχρι την Ανάσταση. Τα τσόφλια από τα ευαγγελισμένα αβγά τα έβαζαν στον κήπο, στις ρίζες των δένδρων για να «πιάσουν όλοι οι καρποί». Το πρώτο αβγό το έθαβαν στην πρώτη αυλακιά, όταν άρχιζαν να σπέρνουν για να είναι καθαρό το σιτάρι σαν το αβγό, αλλά και για να βλαστήσει ο σπόρος. Τα αβγά τα έβαφαν με μπακάμι, με ριζάρι, φύλλα από κρεμμύδια κλπ. Σήμερα βάφονται με μπογιές του εμπορίου και ξίδι. Τα κεντούσαν ή τα ζωγράφιζαν με φύλλα, κρεμμυδόφυλλα, ζυμάρι, λειωμένο κερί κλπ.

Σύμφωνα με μια παράδοση «Όταν αναστήθηκεν  ο Χριστός, τό ’παν σε μιά χωρική  κι αυτή δεν πίστεψε και είπεν: Όταν τ’ αβγά γίνουν κόκκινα, τότε θ’ αναστηθή και ο Χριστός. Και αυτά κοκκίνησαν. Και από τότε τα βάφουν κόκκινα»  (Καστοριά).

Άλλη  παράδοση αναφέρει ότι  βάφονται κόκκινα για το αίμα του Χριστού ή για τη χαρά της Αναστάσεως και την αποτροπή του  κακού. Για τον ίδιο λόγο αναρτούν στα παράθυρα και τα μπαλκόνια κόκκινα υφάσματα.

Το βάψιμο του αβγού, προχριστιανικού συμβόλου της ζωής, ενισχυμένου με το κόκκινο χρώμα από το αίμα της θυσίας του Χριστού είναι απαραίτητο για το Πάσχα. Μόνο όσοι πενθούν από πρόσφατο θάνατο οικείου προσώπου δεν βάφουν αβγά για το Πάσχα. Αλλά και σ’ αυτούς θα φέρουν οι συγγενείς και οι φίλοι βαμμένα αβγά και από αυτά θα αφήσουν και στον τάφο του αγαπημένου τους νεκρού.

Το βράδυ της Μ. Πέμπτης πηγαίνουν στην εκκλησία για τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Οι γυναίκες μένουν το βράδυ και ξενυχτούν τον εσταυρωμένο. Όλο το βράδυ στολίζουν τον Επιτάφιο με λουλούδια της εποχής και λένε το γνωστό μοιρολόγι της Παναγίας, το οποίο αλλού τραγουδούν αγερμικά (ως κάλαντα) τα παιδιά στα σπίτια για φιλοδώρημα.

Στο Πήλιο γυρνούν τα αγόρια στα σπίτια και λένε το μοιρολόγι της Παναγίας:

‘Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη ’μέρα. Σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται’.

Στη Ρόδο και αλλού στα δώδεκα Ευαγγέλια ανάβονται φωτιές.

 

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Την Παρασκευή δεν μαγειρεύουν ούτε σκουπίζουν. Τρώνε πρόχειρα και πηγαίνουν το βράδυ στον επιτάφιο. Τα κεριά που καίνε πάνω από τον επιτάφιο τα μοιράζονται κυρίως, όσοι έχουν στην οικογένεια ναυτικό για φυλαχτό.

Στην Κρήτη, τη Λέσβο και αλλού την ώρα της περιφοράς του Επιταφίου ανάβονται φωτιές, στις οποίες καίγονται ομοιώματα του Ιούδα. Στη Λέσβο μάλιστα  «συνεριζότανε παλιά τα χωριά, ποιό θα ανάψει την πιό μεγάλη φωτιά. Για τις φωτιές εκλέβανε ξύλα από τις αυλές. Καίνε του προδότη τα γένεια. Αυτές τις φωτιές δεν τις πηδούν. Ρίχνουν λιβάνι και μοσχοβολάει το χωριό».

Στην Αν. Μακεδονία κατά την περιφορά του Επιταφίου οι γυναίκες τοποθετούσαν στο κατώφλι την εικόνα του Εσταυρωμένου με λουλούδια, κεριά και θυμίαμα. Δίπλα τοποθετούσαν ένα πιάτο στο οποίο είχαν φυτέψει φακή ή κριθάρι πριν μερικές ημέρες και  είχαν δημιουργήσει χλόη. Το έθιμο θυμίζει τους αρχαίους «κήπους του Αδώνιδος». Ο Άδωνις  σύμβολο της άνοιξης, που γρήγορα μαραίνεται, γιορταζόταν με την έκθεση πάνω σε νεκρικό κρεβάτι ομοιώματος στολισμένου με άνθη και πρασινάδες.

 

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ

Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί στολίζουν το ναό με κλαδιά δάφνης και γεμίζουν ένα πανέρι με δαφνόφυλλα. Ο ιερέας λέγοντας το «Ανάστα ο Θεός» σκορπά τα δαφνόφυλλα, ενώ οι πιστοί χτυπούν  τα  πόδια τους στο στασίδι, χτυπούν τις  καμπάνες,  πυροβολούν και γενικά θορυβούν, για να διώξουν τον θάνατο. Το βράδυ στην Ανάσταση με το Χριστός Ανέστη, χτυπούν οι καμπάνες, τσουγκρίζονται τα αβγά, ρίχνοντι βαρελότα και γενικά δημιουργείται θόρυβος για να φύγει, όπως λένε, ο θάνατος. Στην Κορώνη (Μεσσηνία)  σπάζουν ένα τσουκάλι και βαρούν τις  καμπάνες. Στη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα  «ρίχνουν από τα παράθυρα ό,τι άχρηστο αγγείο ευρεθεί «προς χαράν του Χριστού και πομπήν των Εβραίωνε».

Στην Κέρκυρα επίσης οι γυναίκες γεμίζουν  ένα κάδο νερό και τον στολίζουν με πρασινάδες και λουλούδια. Όποιος περάσει από εκεί πρέπει να ρίξει στο δοχείο ένα νόμισμα. Και μόλις σημάνουν οι καμπάνες της Αναστάσεως,  παίρνουν  νερό και πλένουν το πρόσωπο και τα χέρια τους… Συγχρόνως οι γυναίκες  δαγκώνουν, όποιο σιδερένιο αντικείμενο βρουν πρόχειρο (ένα κλειδί) λέγοντας «σιδερένιο το κεφάλι μου!» To M. Σάββατο ζυμώνουν τις πασχαλινές κουλούρες, όσοι δεν πρόλαβαν την Μ. Πέμπτη, και σφάζουν το αρνί (λαμπριάτης, πασχάτης), στέλνουν τα πασχαλινά δώρα στους νονούς και τις αρραβωνιαστικές και επισκέπτονται τα νεκροταφεία.

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

Το Πάσχα (Πασκαλιά, Λαμπρή, Λαμπροφόρα, Καλολόγος) στολίζεται η εκκλησία με κορδέλες και δεντρολίβανο. Οι πιστοί παλιότερα έσβηναν τη φωτιά στα σπίτια τους και με το χτύπημα της καμπάνας ή τη φωνή του καντηλανάφτη πήγαιναν στην εκκλησία. ’Επαιρναν μαζί τους και αβγά κόκκινα για να διαβαστούν. Με αυτά έκαναν το Χριστός Ανέστη. Ήταν τα αβγά του Καλού Λόγου.  Μετά την Ανάσταση το νυχτερινό γεύμα είναι ελαφρύ για να μη «βαρυστομαχιάσουν» μετά από την νηστεία. O πασχαλινός αμνός  στη σούβλα, ή γεμιστός με ρύζι, κουκουνάρια και σταφίδες στο φούρνο, είναι απαραίτητος σε κάθε σπίτι.

Κατά τη Δεύτερη Ανάσταση (Αγάπη, Διπλανάσταση, Αποκερασά), η οποία γίνεται το απομεσήμερο της Κυριακής, παλαιότερα γινόταν ευλόγηση του νωπού τυριού, της γιαούρτης κ.λπ. και διανομή στους εκλησιαζομένους. Ακολουθούσαν οι τελετουργικοί χοροί στους οποίους πρωτοχορεύει ο ιερέας και ακολουθούν κατά φύλο και ηλικία οι υπόλοιποι. Στην Ήπειρο επισκέπτονταν το νεκροταφείο και χόρευαν γύρω από τους τάφους στους οποίους άφηναν κόκκινα αβγά. Αλλού ο χορός συνοδευόταν από αγωνίσματα (πήδημα, τρέξιμο, λιθάρι, πάλη με βραβεία. Στην περιοχή της Θράκης κατασκεύαζαν κούνια και κουνιώνταν όλοι για να φύγουν οι αρρώστιες και ζυγίζονταν για να διαπιστώσουν αν «φύραναν» κατά τη διάρκεια της χρονιάς. «Τη Λαμπρή θα φορέσουν όλοι καινούργια, πρέπει να βάνουν κάποιο καινούργιο σκουτί, για να μην τους πειράξη ο βρικόλακας» (Κορώνη).

Κεριά, λαμπάδες, φως της Ανάστασης

Το φως που παράγεται με το άναμμα της φωτιάς ή του λύχνου ή των κεριών στάθηκε πάντοτε πολύτιμο για τον άνθρωπο και η παρουσία του θεωρήθηκε ευεργετική σε πρακτικό και συμβολικό επίπεδο. Έτσι κατά τη διάρκεια της Μεγάλης εβδομάδας ανάβονται φωτιές, εξαγνιστικές και καθαρτήριες αλλά και ευπρόσδεκτα φωτιστικές και θερμαντικές τις ανοιξιάτικες νύχτες, δωρίζονται κεριά-λαμπάδες από τους αναδόχους στα πνευματικά τους παιδιά (βαφτιστήρια) ή από τους αρραβωνιασμένους νέους στη μνηστή τους και γενικά χρησιμοποιούνται πολύ από τους πιστούς.

Από την Μ. Πέμπτη ως το Πάσχα ανάβονται φωτιές με ξύλα, τα οποία αφαιρούν τα παιδιά από τις αυλές. Σε πολλές περιοχές του ελληνικού χώρου, και όσο διαβάζονται στην εκκλησία τα Δώδεκα Ευαγγέλια ανάβονται με χοντρούς κορμούς πεύκων φωτιές, οι καλαφουνοί ή λαμπρατζία (Κύπρος). Τα παιδιά, που πρωταγωνιστούν στο άναμμά τους, πηδούν πάνω από τη φλόγα και καίνε το μάρτη  τους, την κόκκινη κλωστή που έδεναν στο χέρι την πρώτη του Μάρτη για να μην τα μαυρίσει ο ήλιος.  Αλλού την ίδια μέρα μαζεύουν από  τα σπίτια ξύλα για  να ανάψουν την επομένη φωτιά για να κάψουν τον Ιούδα. Ανάλογες συνήθειες  σε άλλες περιοχές αποσκοπούν στην καταπολέμηση των ψύλλων, των κοριών  και άλλων επιβλαβών ή ενοχλητικών ζωυφίων. Ανάλογες φωτιές, πολύ γνωστές στον Ελληνικό χώρο είναι οι φωτιές του Αι Γιάννη του Λιοτροπιού, στις 24 Ιουνίου. Την ίδια συνήθεια είχαν και όλοι σχεδόν οι ευρωπαϊκοί και βαλκανικοί λαοί. Την διάδοση των σχετικών εθίμων απαγορεύει η εν Τρούλλω έκτη Οικουμενική  Σύνοδος (680  μ. Χ.) «τας εν ταις νουμηνίαις υπό τινων προ των οικείων εργαστηρίων  ή οίκων αναπτομένας πυράς, ας και υπεράλλεσθαί τινες κατά τι έθος αρχαίον επιχειρούσιν, από του παρόντος καταργηθήναι προστάσσομεν. Όστις ουν τοιούτό τι  πράξει αφοριζέσθω». Παρά τις απαγορεύσεις οι φωτιές του Αι Γιάννη του Φανιστή  (από το φανός = φωτιά μεγάλη με φλόγα και οι της Μ. Πέμπτης καλαφουνοί=καλοφανοί), εξακολούθησαν να τελούνται διαμέσου των αιώνων, σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες, μέχρι και σήμερα με χαρακτήρα καθαρτήριο, αποτρεπτικό των ασθενειών και αλεξιτήριο των διαφόρων κακών, θερμαντικό αλλά και επικοινωνιακό.

Τα κεριά του επιταφίου, κίτρινου χρώματος, καθώς και αυτά που καίνε στο σταυρό την Μ. Πέμπτη και Μ. Παρασκευή στον επιτάφιο, τα μοιράζονταν μεταξύ τους οι οικογένειες, πληρώνοντας ένα ποσόν στην εκκλησία και τα κρατούσαν στο εικονοστάσι. Όταν έβρεχε ή άστραφτε  ή έρριχνε χαλάζι άναβαν το κερί και πίστευαν ότι σταματούσε. Κυρίως όμως το κερί το έπαιρναν μαζί τους οι ναυτικοί στο ταξίδι για να απομακρύνουν τις θύελλες.

Οι λαμπάδες της Ανάστασης δώρο του νονού προς τα βαφτιστήρια ή του αρραβωνιαστικού προς την μνηστή του ήταν λευκού χρώματος στολισμένη με λουλούδια και κορδέλες. Σήμερα οι λαμπάδες αποτελούν ένα εμπορικό είδος, πάνω στο οποίο προσαρτούν ποικίλα αντικείμενα του συρμού. Ωστόσο ο κύριος συμβολισμός του δώρου, μεταξύ ατόμων με συγκεκριμένη σχέση, όπως αυτή του αναδόχου προς τον αναδεκτό, ως πηγής φωτός εξακολουθεί να ισχύει.

Τη νύχτα της Ανάστασης ένας επίτροπος παίρνει μια σκλίδα (καλάμι βρίζας) αγιασμένη από  τον αγιασμό των Φώτων, ανεβαίνει στο καμπαναριό ψηλά και την ανάβει. Ο τόπος γύρω που θα δει το φως αυτό δεν φοβάται από χαλάζι (Φθιώτιδα). Σε άλλες περιοχές (Άγραφα π.χ.) ανάβουν φωτιές στα υψώματα  των χωριών τη νύχτα της Αναστάσεως και καίνε τον φανό.

Όταν ο ιερέας και σήμερα λέγει το «δεύτε λάβετε φως» όλοι σπεύδουν να λάβουν πρώτοι το φως και να το μεταδώσουν στους άλλους. Το θεωρούν καλό για τη χρονιά εκείνη. Το φως κρατούν αναμμένο μέχρι να φθάσουν στο σπίτι και με τη φλόγα σταυρώνουν το ανώφλι της πόρτας για την προστασία του σπιτιού. Με το ίδιο φως ανάβουν το καντήλι του εικονοστασίου, το οποίο συντηρούν αναμμένο τρεις μέρες. Το φως αυτό θεωρείται θαυματουργό, επειδή προέρχεται από τον Άγιο Τάφο, αφού μοιράζεται στους ναούς από το Σάββατο. Με αυτό οι ιερείς ανάβουν το ακοίμητο καντήλι στην Αγία Τράπεζα. Το καντήλι αυτό είναι το μόνο που μένει αναμμένο πριν από την Ανάσταση.

 

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

Του αγίου Γεωργίου 

Άμεσα συνδεδεμένη με το Πάσχα και την άνοιξη είναι η γιορτή του αγίου Γεωργίου η οποία συνήθως συμπίπτει με τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα καθώς και οι κινητές θρησκευτικές γιορτές που εξαρτώνται από το Πάσχα, όπως η εβδομάδα της Διακαινησίμου, το Ασπροβδόμαδο ή τα Λαμπροήμερα, όπως λέγεται, η Ανάληψη και η Πεντηκοστή.

Ανοιξιάτικο σύνορο του χρόνου  ο Αη  Γιώργης θεωρήθηκε προστάτης των αγροτικών πληθυσμών, αφού διαφεντεύει  στα βουνά  τις εγκαταστάσεις των τσοπάνηδων, κυρίως των Σαρακατσάνων που  τον θεωρούν τον κατ’ εξοχήν άγιό τους, αλλά  και των γεωργών αφού προστατεύει  τα σπαρτά  και τα βοηθάει να μεγαλώσουν. Την ημέρα της γιορτής του γινόταν ή ανανεωνόταν όλες οι ποιμενικές και γεωργικές συμφωνίες  και συμβάσεις εργασίας, προσλαμβάνονταν οι αγροφύλακες, οι γελαδάρηδες, οι βαλμάδες αλλά και οι παπάδες.

Εκτός όμως από τους ποιμενικούς και γεωργικούς πληθυσμούς, ο  καβαλάρης άγιος θεωρείται  προστάτης  της καθαρότητας του πόσιμου νερού, δρακοντοκτόνος, που σύμφωνα με την παράδοση  και το σχετικό τραγούδι, σκότωσε τον δράκοντα της δίψας.

Έτσι σε πολλά σημεία του ελληνικού χώρου την ημέρα τ’ άη Γιωργιού γίνεται πανηγύρι με αθλητικούς αγώνες,  δρόμου, πάλης, ιπποδρομίες και χορούς. Στην Αράχοβα  και το  Νέο Σούλι Σερρών γίνεται συμβολική αναπαράσταση δρακοντοκτονίας μετά τον εσπερινό και τη λιτάνευση της εικόνας  του αγίου στο χωριό.

Το Ασπροβδόμαδο συνεχίζεται ο εορτασμός του Πάσχα με χορούς σε εξωκκλήσια, στους χώρους των νεκροταφείων,  με λιτανευτικές περιφορές εικόνων  στα όρια των οικισμών κ.α.  Στη Θεσσαλία επί τρεις μέρες μετά το Πάσχα οι γυναίκες κατά σειράν ηλικίας χορεύουν στα μεσοχώρια τραγουδώντας πασχαλινά τραγούδια. Στα Μέγαρα την Τρίτη της Διακαινησίμου χορεύουν τον χορό της Τράτας, ενώ στην Κάρυστο την Πέμπτη της Διακαινησίμου χορεύεται ο αρχέγονος χορός του κυρ – Βοριά, χορός λατρευτικός για τον εξευμενισμό του Βοριά που στην περιοχή πνέει πράγματι με μανία. Ανάλογο ανοιξιάτικο έθιμο υπάρχει στη Σίφνο κατά τη διάρκεια της Αποκριάς. Την Παρασκευή, της Ζωοδόχου Πηγής συνηθίζεται πανηγύρι στην εξοχή, όπου συχνά υπάρχει και αγίασμα θαυματουργό.  Η παρουσία αγιασμάτων, γνωστή από την αρχαιότητα με άλλη μορφή, έχει σχέση με τη σημασία του νερού ως εξαγνιστικού και θεραπευτικού στοιχείου.

*Φωτογραφία: Giorgos.ftikas

 

banner-article

Ροη ειδήσεων