Απόψεις Λογοτεχνία Περισσότερο διαβασμένα

“Σχετικά με το… σχετικά ηθικό – «Ο κόσμος και ο Κοσμάς» του Γρηγόριου Ξενόπουλου” γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

«… Η τιμή, να σε χαρώ, δεν έχει … τιμολόγιο»

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος υπήρξε χαλκέντερος και πολυγραφότατος. Η παρουσία του στα ελληνικά γράμματα διέγραψε εντυπωσιακή τροχιά. Το 1931  οδήγησε  στην εκλογή του ως τακτικού μέλους στην Ακαδημία Αθηνών. Η πολυσχιδής δραστηριότητά του ταυτίστηκε κατ’ επάγγελμα με τη συγγραφή. Εμφανίστηκε συγχρόνως ως μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος, ήταν δραματουργός, ασχολήθηκε ενεργά με τη δημοσιογραφία, ανέλαβε την αρχισυνταξία στη «Διάπλαση των Παίδων», και βέβαια ήταν ο ιδρυτής και εκδότης της «Νέας Εστίας». Συνεργάστηκε με δημοφιλή λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, όπως τα «Παναθήναια». Πολλά από τα μυθιστορήματά του, πριν εκδοθούν,  δημοσιεύονταν σε συνέχειες στο «Έθνος» και σε άλλα έντυπα. Συνεπώς βιοποριζόταν κυρίως από τη λογοτεχνία και ασφαλώς τον ενδιέφερε η εμπορική απήχηση του έργου του[1].

Το 1922 θα τονίσει σχετικά: «Εγώ γράφω διηγήματα για τον κόσμο και θέλω να τα χαίρεται ο κόσμος. Ο κόσμος με νιώθει, ο κόσμος με διαβάζει, ο κόσμος με αγοράζει. Μου αρέσει κάθε μου γραφτό να είναι στη μορφή τόσο απλό, ώστε με την ίδια σχεδόν άνεση να μπορεί να το διαβάζει κι ένας μαθητής του Γυμνασίου και ο κύριος Παλαμάς. Δεν αγαπώ το σύννεφο και τα σκοτάδια· με τραβά περισσότερο η ξαστεριά, το φως. Εσπούδασα μαθηματικά στα νιάτα μου κι εσυνήθισα να λέγω τα πράγματα απλά, καθαρά και ξάστερα»[2]. Διατύπωση ρητή, για να δηλωθεί το προφανές.

Γεγονός είναι ότι σε μία Ελλάδα, που αγωνίζεται να βρει το δρόμο της, στο μεταίχμιο του 19ου προς τον 20ό αιώνα, η πεζογραφία παρουσιάζεται ισχνή. Οι λογοτέχνες κινούνται με κριτήριο την αναγνωσιμότητα· μοιραία οδηγούνται στον πραγματισμό. Όμως πάντα υπάρχει και η αντίστιξη. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1907 ο Λέων Τολστόι σε επιστολή προς τον ομότεχνό του Λεονίντ Αντρέγιεφ γράφει: «Νομίζω ότι πρέπει να γράφουμε πρώτον μόνον, όταν η σκέψη που θέλουμε να εκφράσουμε είναι τόσο επίμονη που δε μας αφήνει, προτού εκφραστεί, όπως μπορούμε. Όλες οι υπόλοιπες προτροπές (η ματαιοδοξία και ιδίως οι αποκρουστικές οικονομικές προτροπές), ακόμη κι όταν συνοδεύονται με τη βασική, την ανάγκη της έκφρασης, δεν μπορούν παρά να βλάψουν την ειλικρίνεια και την αξιοπρέπεια της γραφής. Αυτό πρέπει να το φοβόμαστε πολύ. Το δεύτερο που συμβαίνει συχνά, ένοχοι για το οποίο μου φαίνεται ότι είναι ιδίως οι σημερινοί συγγραφείς (όλοι οι παρακμιακοί αυτήν τη στάση κρατούν), είναι η επιθυμία να διαφέρουμε, να είμαστε πρωτότυποι, να εκπλήσσουμε, να εντυπωσιάζουμε τον αναγνώστη. Η απλότητα όμως είναι η βασική προϋπόθεση της ομορφιάς. Κάτι απλό χωρίς φτιασίδια μπορεί να είναι κακό, κάτι φτιαχτό όμως που του λείπει η απλότητα δεν μπορεί να είναι καλό. Τρίτον: η βιασύνη στο γράψιμο. Είναι ζημιογόνος και ταυτοχρόνως αποτελεί δείγμα της απουσίας αυθεντικής ανάγκης έκφρασης της σκέψης, διότι, αν υπάρχει αυθεντική ανάγκη, εκείνος που γράφει δε θα τσιγκουνευτεί ούτε τον πόνο ούτε το χρόνο του, για να οδηγήσει τη σκέψη του στην ακρίβεια και τη σαφήνεια.

            Τέταρτο σημείο: η επιθυμία να ακολουθήσεις τα γούστα και τις απαιτήσεις του κοινού σε μία δεδομένη στιγμή. Είναι ιδιαίτερα επιζήμια και καταστρέφει εκ των προτέρων κάθε σημασία αυτού που γράφουμε. Διότι όλη η σημασία ενός γλωσσικού έργου δεν έγκειται στο διδακτισμό με τη στενή έννοια, κάτι σαν κήρυγμα δηλαδή, αλλά στο γεγονός ότι αποκαλύπτει στους ανθρώπους κάτι καινούργιο, που δεν το γνωρίζουν, το οποίο, τις περισσότερες φορές, βρίσκεται στους αντίποδες εκείνου που το πλατύ κοινό θεωρεί αδιαμφισβήτητο. Κι εκεί ακριβώς, απαραίτητη προϋπόθεση είναι ότι αδιαμφισβήτητο δεν υπάρχει»[3]. Σοφές οι ρήσεις του μεγάλου ρώσου κλασικού. Οι πολύτιμες οδηγίες πλεύσεως, γραμμένες στην εποχή της απώτατης ωριμότητας, συνιστούν πνευματική παρακαταθήκη για επιγόνους.

Εντυπωσιακή η διάσταση απόψεων. Τα μεγέθη εκ των πραγμάτων είναι ασύμπτωτα. Διαφορετικοί συγγραφείς, διαφορετικές κουλτούρες, διαφορετικά κριτήρια αναφοράς. Δεν υφίσταται καν ζήτημα σύγκρισης: ως προς την έκταση και την ένταση έργου, το διανοητικό ανάστημα, τη μυθοπλασία και την τεχνοτροπία, τις μορφικές ιδιοτυπίες, την ψυχογραφική διείσδυση, τη στοχαστική ενδοσκόπηση. Ο Λέων Τολστόι ήταν στιβαρός δημιουργός, ένας αριστοκράτης της γραφής. Η οπτική κατοπτρίζει με διαύγεια το κλίμα εποχής. Κατοχυρώνει τη διαχρονικότητα. Προσβλέπει σε  αναγνωστικά υγιή νοοτροπία. Αναμφίβολα έως σήμερα θα μπορούσαμε να προσδοκούμε μίας διαφορετικής ποιότητας νεοελληνική πεζογραφία, εάν είχαν υιοθετηθεί με συνέπεια οι αρχές του ρώσου κλασικού.

Ο Ξενόπουλος δεξιώθηκε νωρίς, ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια, τις ιδέες του θετικισμού έχοντας μελετήσει τη θεωρία του Ωγκύστ Κοντ. Παράλληλα μυήθηκε στο σοσιαλισμό, καθώς συνδέθηκε με τον «Κοινωνικό Σύνδεσμο» υπό τον Πλάτωνα Δρακούλη. Συνεργάστηκε στην έκδοση του «Άρδην» και της βραχύβιας «Κοινωνίας». Η πολιτική του αντίληψη, ιδεολογικά πιο «ευρύχωρη» και φιλελεύθερη, κυριαρχείται από πνεύμα μετριοπάθειας. Ενστερνίζεται τη σταδιακή μεταβολή των συνθηκών στην πορεία προς τον κοινωνικό εκδημοκρατισμό. Δείχνει να μην τον αφορά η ρήξη, που επέρχεται με την επαναστατική διαδικασία. Ο ίδιος θα δηλώσει σχετικά: «Γιατί, αν ο σοσιαλισμός δε με παρατράβηξε, ο θετικισμός, εκείνον τον καιρό, μ’ αιχμαλώτισε. Ήταν ένα φιλοσοφικό σύστημα, που, αντίθετα προς τον υλισμό, με άφηνε ελεύθερο στα ιδανικά μου, γιατί τίποτε μεταφυσικό δεν επικύρωνε, μα τίποτα δεν επιβεβαίωνε… Θετικιστής έμεινα κατάβαθα για πάντα. Η φιλοσοφία του Κοντ επηρέασε και το έργο μου, που από τότε έγινε πιο ρεαλιστικό και πιο θετικό»[4].

Η επίδραση που θα ασκήσει το κίνημα του νατουραλισμού στην πεζογραφία του Ξενόπουλου είναι εξίσου ευανάγνωστη. Ιδιαίτερα το έργο του Ζολά φαίνεται ότι λειτουργεί προτυπικά[5]. Η αναπαραστατική απεικόνιση της πραγματικότητας, η αδρότητα της περιγραφής, η θεατρικότητα, ο εξπρεσιονιστικός διάλογος, η δραματική ένταση στην αφηγηματική οικονομία βρίσκουν στο δημιουργό της «Νανάς» τον ιδεώδη μέντορα. Ανιχνεύεται ευκρινέστερα αυτή η τάση, όταν αποδίδεται η κοινωνική πραγματικότητα. Η ακρίβεια προσομοιάζει στη φωτογραφική λήψη. Ο συγγραφέας εμμένει σε παρατηρήσεις κριτικής διείσδυσης. Περιγράφει τα ήθη της άρχουσας τάξης στη Ζάκυνθο κατά το 19ο αιώνα. Οι τοπική κοινωνία μοιάζει καθηλωμένη στις φεουδαλικές δομές. Αναπαράγεται ιδεολογικά το μοντέλο της βενετοκρατίας. Η ταξική διαστρωμάτωση δείχνει ανεπηρέαστη από τη δυναμική των κοινωνικών μετασχηματισμών. Η νοοτροπία παραμένει αρτηριοσκληρωτική. Στην «Αναδυομένη», για παράδειγμα, ερωτική νουβέλα του 1925 με τραγικό επίλογο, δύο από τους πρωταγωνιστές, οι δίδυμοι γιοι του κόντε Μεμάρη, ο Ντένης και ο Παύλος, ετοιμάζονται να βγουν στη ζωή. Υιοθετούν αυτούσιες τις νόρμες τάξης τους:

«Το ίδιο και τα Μεμαρόπουλα. Είχαν τελειώσει τις σπουδές τους στην Ιταλία. Ο Παύλος είχε πάρει ένα δίπλωμα Νομικής, κατά τη συνήθεια αρχοντόπουλων του τόπου. Ο Ντένης είχε δηλώσει πως δεν του χρειάζεται και γύρισε μαζί με τον αδελφό του, «αδίπλωτος» αυτός, όπως έλεγε ο ίδιος, ή «ξύλο – κούτσουρο» όπως έλεγε ο παπάκης του. Αλλά κι ο ένας κι ο άλλος την ίδια δουλειά έκαναν τώρα: τίποτα! Καθόνταν και ραχάτευαν, όπως τα περισσότερ’  αρχοντόπουλα του καιρού εκείνου, που καμιά ασχολία, καμιά εργασία δεν τη θεωρούσαν «αριστοκρατική», εκτός από Τέχνη και Λογοτεχνία. Ο Ντένης, μια φορά, ζωγράφιζε. Γρήγορα όμως άφησε και τη ζωγραφική όπως όλα. Ο Παύλος, καθώς ξέρουμε, έκανε στίχους. Κι αυτός φαινόταν πιο σταθερός στη μουσοφιλία του. Ίσως γινόταν ένας ποιητής…

– Ε, τα παιδιά μου, δεν εβγήκαν ακόμα στη ζωή, έλεγε ο κ. Μεμάρης

            Και μ’ αυτό εννοούσε πως δεν είχαν αρχίσει ακόμα ν’ ανακατεύονται στη διεύθυνση της περιουσίας. Η αλήθεια όμως είναι πως και χωρίς να θέλουν, προετοιμάζονταν τώρα γι’ αυτό. Οι περισσότερες δουλειές τους μπροστά τους γίνονταν. Τα παιδιά έβλεπαν, άκουγαν, γνώριζαν, μάθαιναν, συνήθιζαν. Κι ώσπου τα γηρατειά θ’ ανάγκαζαν τον πατέρα τους ν’ αποχωρήσει, θα’ ταν αυτοί σε θέση ν’ αναλάβουν τις φροντίδες μαζί. Γιατί δε θα χώριζαν. Έτσι τουλάχιστον ήταν η απαράβατη σχεδόν συνήθεια του τόπου, εκείνο τον καιρό. Μαζί θα τα είχαν όλα. Κι ίσως μόνο ο ένας θα παντρευόταν. Ο άλλος θα’ μενε ανύπαντρος, να’ χει για παιδιά του τ’ ανίψια του και να βοηθεί τον αδερφό του στην ανατροφή της νέας οικογένειας.

 

Ζάκυνθος, αρχές 20ού αιώνα

            Φυσικά δεν αποκλειόταν να παντρευτούν κι οι δύο. Ήταν και τέτοια παραδείγματα. Συχνά μια «κοπέλλα» που έπαιρνε αστεφάνωτη ο ένας αδερφός, στο τέλος τον κατάφερνε να τη στεφανωθεί. Αλλ’  αν από τα δύο Μεμαρόπουλα επρόκειτο να παντρευτεί μόνο το ένα, πιο φυσικό φαινόταν στους συγγενείς και στους γνώριμους να’ ταν ο Ντένης και να’ μενε λεύτερος ο Παύλος ν’ αφοσιωθεί στην ποίησή του και στ’ ανίψια του. Τι καλά που θα τους έκανε το δάσκαλο!…»[6].

«Ο κόσμος κι ο Κοσμάς» του 1922 κινείται σε αυτές τις συντεταγμένες. Κεντρικός ήρωας εδώ ο Μαρής Αλιμπράντες, ο επονομαζόμενος Κοσμάς. Ανήκει στην τοπική αριστοκρατία. Το εξελληνισμένο του όνομα παραπέμπει σε καταβολές βενετσιάνικες. Συγκαταλέγεται στο libro d’oro του νησιού. Είναι όμως ένας άρχοντας ξεπεσμένος. Από το ένδοξο παρελθόν έχουν μείνει μόνο τα οφίτσια. Ζει στερημένα, καθώς το μεγαλύτερο μέρος από τις πατρικές γαιοκτησίες έχει εξανεμιστεί. Προσπαθεί να επιβιώσει ασκώντας εμπορική δραστηριότητα. Ωστόσο μοιάζει συμφιλιωμένος με το παρόν. Δε θεωρεί το χάσμα ανάμεσα στις δικές του καταβολές και τους ποπολάρους αγεφύρωτο. Οι καιροί έχουν αλλάξει άρδην και η προσαρμογή στα νέα δεδομένα επιβάλλεται εκ των ων ουκ άνευ.

Το αστικό κέντρο ορίζεται ως πεδίο αναφοράς. Εδώ εκτυλίσσεται η δράση, τα πάντα συμβαίνουν και αποβαίνουν εντός των τειχών[7]. Κάποτε είναι το άστυ της μικρής, επαρχιακής Ζακύνθου. Άλλοτε η εστίαση ευρύνεται περικλείοντας και την Αθήνα. Έχουμε πλέον απομακρυνθεί από την ηθογραφία της ελληνικής υπαίθρου. Οι αστικές ηθογραφίες του Ξενόπουλου προοιωνίζονται το αστικό μυθιστόρημα του Μεσοπολέμου.

Ο Μαρής Αλιμπράντες συνιστά ιδιάζουσα περίπτωση. Το παρωνύμιο «Κοσμάς» είναι ενδεικτικό. Η προσκόλλησή του στη γνώμη των άλλων μετατρέπεται σε παθολογία. Ο Κοσμάς μοιάζει να ζει μόνο για τον κόσμο. Επιζητά αναγνώριση και επιβεβαίωση από τον κοινωνικό περίγυρο[8]. Για τον εαυτό του συνήθιζε να λέει «Ό, τι ο κόσμος κι ο Κοσμάς». Αυτό «ήταν η παροιμία του, το μότο του, το έμβλημά του, ο κανόνας της ζωής του. Ένα είδος «κοσμοφοβίας» που απ’ τα πρώτα χρόνια τον κρατούσε. Τίποτε δεν έκανε χωρίς τη γνώμη του κόσμου ή καλύτερα, τότε που έκανε κάτι, όταν έβλεπε πως το θέλει ο κόσμος. Και δικαιολογούμενος έλεγε «ό,τι ο κόσμος κι ο Κοσμάς». Έπειτα το εξηγούσε: «ό,τι θέλει, μάτια μου ο κόσμος, εκείνο πρέπει να κάνει ο Κοσμάς, παναπεί ο άνθρωπος του κόσμου. Ή ό,τι είναι ο κόσμος πρέπει να είναι κι ο Κοσμάς. Το ίδιο και τα δύο. Γιατί κάνοντας πάντα ό,τι θέλει ο κόσμος, στο τέλος μάτια μου, γένεσαι κόσμος και συ».[9]. Τυχόν  αποδοκιμασία ισοδυναμεί με απόρριψη ή ματαίωση. Η αγωνία του για την έξωθεν καλή μαρτυρία εξελίσσεται σε ψυχική εμπλοκή. Πρόκειται για εσωτερικευμένη εμμονή σε επίπεδο νεύρωσης. Καταλήγει ηθικοποιημένη στρέβλωση.

Ο Κοσμάς από την αρχή του μυθιστορήματος παρουσιάζεται ως μεσήλικας εργένης. Στα «μισοκοπίσματα» θα ερωτευτεί τη Φιορούλα, μια όμορφη εικοσάχρονη κοπέλα λαϊκής καταγωγής. Η Φιορούλα είναι εξωστρεφής, παράφορη και επιπόλαιη. Ο συγγραφέας τη σχεδιάζει πρόσχαρη κι ερωτικά ατίθαση. Όταν γνωρίζει τον Κοσμά, έχει ήδη δύο αγαπητικούς. Πληροφορούμαστε ότι πάντα κάποιοι «θείοι» ενισχύουν τα πενιχρά οικονομικά της οικογένειας έναντι ερωτικών ανταλλαγμάτων, που αφειδώς και συνειδητά προσφέρει η ηρωίδα. Η Φιορούλα είναι ορφανή από πατέρα. Κουμάντο στο σπίτι κάνει η μητέρα της, μια τετραπέρατη γυναίκα, που εργάζεται ως μαία στο νησί. Ρεαλίστρια στο έπακρο αλλά και ανενδοίαστη, υποστηρίζει κάθε αταξία της κόρης της. Κατά περιπτώσεις προωθεί την αφράτη και λαχταριστή Φιορούλα σε ευπρεπείς κυρίους, συνήθως μεγαλεμπόρους, με παχυλά βαλάντια. Συχνά η ανάγκη μαυλίζει τις συνειδήσεις.

Τα ερωτικά ήθη φαίνονται εδώ πιο ελευθέρια. Αρκετοί κόντηδες, για παράδειγμα, είχαν ερωμένες τις υπηρέτριες ή τις ψυχοκόρες τους. Αργότερα τις ξεφορτώνονταν, φροντίζοντας να τις προικοδοτήσουν ή να τις παντρέψουν με κάποιο συντοπίτη από το ίδιο κοινωνικό στρώμα.  Αυτό θα συμβεί, όπως βλέπουμε στο έργο, με την ανήλικη υπηρέτρια του Αλιμπράντε, αυτό συνέβη με τον κόντε Σολομό και την Αγγελική Νίκλη, μητέρα του ποιητή[10], αυτό πολλές φορές επιδίωκαν και οι ίδιες οι οικογένειες των κοριτσιών, που τις έστελναν εσωτερικές στα αρχοντόσπιτα, για να γλιτώσουν από την οικονομική εξαθλίωση και αργότερα να εξσφαλίσουν μια μικρή προίκα από τον αφέντη…

Ο Κοσμάς, αφού συμβουλευτεί φίλους, γνωστούς, ακόμη κι αγνώστους, θα παντρευτεί τελικά τη Φιορούλα και θα την εγκαταστήσει δόξῃ και τιμῇ στο αρχοντικό του ως Αλιμπράνταινα μεγαλοκυρά. Η Φιορούλα ήταν πάντα ελευθεριάζουσα. Θα συνεχίσει τις ερωτικές ατασθαλίες και ως παντρεμένη. Σε αυτό συντελεί και η απαξίωση που υφίσταται από τον κύκλο του Αλιμπράντε. Την περιφρονούν επιδεικτικά. Ο Κοσμάς θα τη χωρίσει τελικά, υπακούοντας  πάλι στην κοινή γνώμη. Ωστόσο δεν μπορεί να την ξεπεράσει. Θα φτάσει στο σημείο να την ξαναπαντρευτεί[11]. Η Ζάκυνθος όμως είναι πολύ κλειστό περιβάλλον, για να αντέξει περαιτέρω σκάνδαλα. Άλλωστε και για τον Κοσμά η παραμονή στο νησί έχει μετατραπεί σε βρόγχο: «Ναι, ήταν η τέλεια γιατρειά του από την ηθική του αρρώστια, από την κοσμοφοβία του. Δυνατή κι αυτή στην αρχή, του είχε αφήσει κατόπι ένα ντεφέτο [= ελάττωμα]: τη ζακυνθινοφοβία. Φοβόταν πως θα το’ χει σ’ όλη του τη ζωή. Και να τώρα, πάει κι αυτό!». 

Κώστας Ρηγόπουλος και Γωγώ Ατζολετάκη στην τηλεοπτική διασκευή του μυθιστορήματος, ΥΕΝΕΔ 1981–82

Μετά το δεύτερο γάμο το ζευγάρι θα εγκατασταθεί στην Αθήνα. Εκεί ο Κοσμάς θα ασχοληθεί με το εμπόριο ζακυνθινών προϊόντων και θα εξελιχθεί σε πετυχημένο καταστηματάρχη. Εκεί πιστεύει αφελώς ότι θα συμμορφωθεί και η γυναίκα του: «Το γιατρικό – συλλογιζόταν ο Κοσμάς – ήταν ο μεγάλος κόσμος» που βρήκε στην Αθήνα. Και συμπέραινε λογικότατα πως θα γιατρευόταν πιο γρήγορα, αν, φεύγοντας από τη Ζάκυθό του, πήγαινε σ’ έναν κόσμο ακόμα μεγαλύτερο: Στο Παρίσι, στη Λόντρα, στη Νέα Υόρκη… Το γενικό του συμπέρασμα ήταν πως ο άνθρωπος – το άτομο, όπως θα έλεγε ένας πιο διαβασμένος φιλόσοφος από τον Κοσμά – τόσο περισσότερο δεσμεύεται και τυραννιέται από τον κόσμο, από την κοινωνία, όσο είναι μικρότερος ο τόπος, τόσο πιο ελεύθερος κι ο άνθρωπος να ζει όπως θέλει, χωρίς να δίνει λόγο κανενός. Και θυμόταν την παλιά του παροιμία: «Ό,τι ο κόσμος κι ο Κοσμάς». Αυτή βέβαια, έλεγε, θα πρωτοβγήκε σε κανένα χωριό. Γιατί σε μεγάλη πολιτεία δεν μπορούσε να’ χει εφαρμογή. Ενώ σ’ ένα χωριό Κοσμάδες είναι όλοι τους, από τον πρώτο ως τον τελευταίο, εκτός από τους σπάνιους εκείνους ανθρώπους, που είτε σε χωριό ζουν, είτε σε πολιτεία, είναι άξιοι να κάνουν επανάσταση». Ειρωνικό σχόλιο του Ξενόπουλου για την ατολμία και το φόβο, που ενίοτε συνεπάγεται ο κοινωνικός έλεγχος. Ο Κοσμάς συμβατικός στο έπακρο και νοσηρά συντηρητικός, ταυτίζει την αυτοεκτίμησή του με την κοινωνική αποδοχή. Ασπάζεται το μεσαιωνικό ρητό ότι «ο αέρας της πόλης απελευθερώνει» (Stadtluft macht frei). Από την άλλη διαθέτει επαρκή αυτογνωσία. Ξέροντας καλά τις αδυναμίες και τα όρια του, συμφιλιώνεται με τη φύση του και τη μετατρέπει σε βιώσιμη κοσμοθεωρία.

Στην Αθήνα η φιλήδονη Φιορούλα θα εμπλακεί σε νέες ερωτικές περιπέτειες, πιο σοβαρές αυτή τη φορά. Τώρα ο αντίζηλος του Κοσμά, ο δικαστής Αντώνης Κροντηράς, θα την ερωτευτεί. Θα της ζητήσει να εγκαταλείψει το σύζυγό της και να τον παντρευτεί. Κι εδώ ακριβώς ξετυλίγεται το μεγαλείο ψυχής του ήρωα. Ο Κοσμάς, που μέχρι τώρα είχε υποστεί τα πάντα, που συνειδητά υποχωρούσε σε όλα της τα καπρίτσια και δεχόταν ταπεινωμένος την ελαφρότητά της, θα τη διεκδικήσει. Θα καταφέρει να τη μεταπείσει με τα μοναδικά όπλα που διαθέτει σε μέγιστο απόθεμα: την αγάπη, την καλοσύνη, την ειλικρίνεια. Τη συγχωρεί εν πλήρει συνειδήσει. Ο συγγραφέας προβάλλει την ενσυναίσθηση. Βυθοσκοπεί το μέσα κόσμο, τις ενδότερες ψυχικές διεργασίες. Ο ήρωας τότε απελευθερώνεται από την ιδεοληψία. Ο κώδικας αξιών μετασχηματίζεται. Γίνεται δείκτης  ευαισθησίας. Το φερόμενο και φαινόμενο ανθρωπάκι αποκτά ηθικό εκτόπισμα ειδικού βάρους.

Ο Κροντηράς επιδεικνύει αυτοπεποίθηση και υψηλή αυτοεκτίμηση. Βασίζεται στα νιάτα, το ευειδές παρουσιαστικό, το κύρος της επαγγελματικής  του ιδιότητας, προπάντων στη γοητεία, που ασκεί στη Φιορούλα. Θα επιμείνει να τον ακολουθήσει παρατώντας τον άντρα της. Εκείνη θα αμφιταλαντευτεί. Το να γίνει κυρία δικαστού φαίνεται δελεαστικό. Σκέφτεται με ατομισμό. Θεωρεί δεδομένη τη συναίνεση του Αλιμπράντε για διαζύγιο. Άλλωστε ανέκαθεν τον θεωρούσε δεδομένο και διαχειρίσιμο. Όμως δεν τον μετράει σωστά. Δεν τον νιώθει. Γιατί εκείνος τη δέχεται και την αγαπά, όπως είναι και γι’ αυτό ακριβώς που είναι. Στη δραματική κορύφωση, λίγο πριν το τέλος του μυθιστορήματος, θα σημειωθεί η ανατροπή. Η σκηνή που ακολουθεί είναι απροσδόκητη. Διατηρείται σαφής  η θεατρική έκφανση:

«Και στράφηκε στη γυναίκα του.

-Και σύ; ψιθύρισε

-Κι εγώ! αποκρίθηκε η Φιορούλα, με θάρρος πεισματικό που έφτανε

ως την αναίδεια. Αγαπάω τον Αντώνη και θα…

-Και ποιος σου είπε να μην τον αγαπάς; την έκοψε ο Αλιμπράντες.

Όσο όμως για να μ’ αφήσεις και να τον πάρεις, είναι άλλο πράμα. Μπορεί ποτέ ο Κροντηράς να σ’ αγαπάει όσο σ’ αγαπάω εγώ;

-Μου είναι αδιάφορο! είπε η Φιορούλα. Όσο μ’ αγαπάει, μου φτάνει.

-Έχεις λάθος! αποκρίθηκε ο Αλιμπράντες. Δε σου φτάνει καθόλου.

Και το λέω μπροστά του, και μπροστά στο Νιόνιο, και σ’ όλους. Ο κύριος Κροντηράς δεν είναι ο κατάλληλος άντρας για σένα. Εσύ θέλεις έναν άντρα που να σ’ αγαπάει τόσο, μα τόσο πολύ, ώστε να σου επιτρέπει ν’ αγαπάς και τον κύριο Κροντηρά. Τέτοιος άντρας μπορεί να είναι άλλος από μένα; Ρώτησε και τον ίδιο, ρώτησέ τον, σε παρακαλώ.

            Και καθώς η Φιορούλα σιωπούσε, γιατί το απρόοπτο επιχείρημα της είχε κόψει το θάρρος, ο Αλιμπράντες εξακολούθησε:

-Δεν τον ρωτάς εσύ; Πολύ καλά! Θα τον ρωτήσω εγώ!

Και γυρίζοντας με δικαστική μεγαλοπρέπεια προς τον δικαστή, του

είπε:  

-Κύριε Κροντηρά, στην τιμή σου! Στην τιμή σου όπως την εννοείς

εσύ, γιατί εγώ την εννοώ αλλιώτικα. Αποκρίσου μου: Παίρνεις τώρα τη Φιορούλα, εγώ σας δίνω το διαζύγιο μετά χαράς, και τη στεφανώνεσαι. Μεθαύριο, ύστερ’ από ένα, τρία, πέντε χρόνια, η Φιορούλα σε χορταίνει, ας πούμε σε βαριέται και γυρεύει άλλον. Εσύ, σαν άντρας της, θα της το συγχωρέσεις; Στην τιμή σου!

            Ο Κροντηράς, με πρόσωπο  τώρα σαν ανθρώπου που ονειρεύεται, έμεινε λίγες στιγμές σκεφτικός. Έπειτα, με αλλαγμένη φωνή, είπε:

-Και γιατί θα με βαρεθεί εμένα; Όπως μ’ αγαπά τώρα, δεν μπορεί να

μ’ αγαπά σ’ όλη της τη ζωή;

-Όσο γι’ αυτό, ας σου πει η ίδια! αποκρίθηκε ο Αλιμπράντες. Ακούς,

Φιορούλα; Ο κύριος Κροντηράς ρωτάει γιατί θα τον βαρεθείς μεθαύριο. Έχει εδώ γιατί; Γιατί βαρέθηκες το Γενναίο, τον Αντρέα και τον Ξενόφο του παπά – Στέφανου; Γιατί βαρέθηκες τον πρώτο μου γραμματικό, τον Αλέξη, πριν τον αγαπήσεις καλά – καλά; Αφήνω δα το Γεωργόπουλο, γιατί αυτόν δεν τον αγάπησες ποτέ σου… Αν δεν μπορείς όμως να πεις στον κύριο Κροντηρά το γιατί, μπορείς να του πεις κάτι άλλο: του εγγυάσαι εσύ, του υπογράφεις, πως στη σειρά των αγαπητικών σου θα είναι ο τελευταίος; Του ορκίζεσαι, του δίνεις το λόγο σου, πως βάνεις τελεία και παύλα και πως σ’ όλη σου τη ζωή θ’ αγαπάς αυτόν και μόνο; Λέγε! Μίλησε!

Πού να μιλήσει η Φιορούλα! Και τι να πει! Μήπως κι από τώρα ακόμα δεν ήταν στιγμές που βαριόταν την πολλή αγάπη του δικαστή, όπως ο Θεός το πολύ Κυριελέησον;…

Κι έσκυψε το κεφάλι χωρίς μιλιά.

Ο Κροντηράς ρωτιόταν τώρα τι άλλα εκπληκτικότερα του φύλαγε το εκπληκτικό όνειρο που’ βλεπε στον ξύπνιο.

-Βλέπεις; του είπε ο Αλιμπράντες. Δε σου εγγυάται τίποτα! Που θα

πει μπορείς να παραδεχτείς την υπόθεση που έκαμα να μου απαντήσεις: Θα τη συχωρούσες εσύ, σαν άντρας της, να’ χει αγαπητικό;

-Όχι! επρόφερε δυνατά ο Κροντηράς

-Όχι, είπες; ρώτησε ο Αλιμπράντες. Ναν τ’ ακούσω καλύτερα…

-Όχι! επρόφερε δυνατότερα ο Κροντηράς

Τότε ο Αλιμπράντες γύρισε προς τη Φιορούλα:

-Εγώ όμως, της είπε, σου το συγχωρώ, σου το συγχωρούσα και θα

σου το συγχωρώ πάντα! Γιατί τέτοια αρχή έχω εγώ και γιατί εγώ είμαι ο άντρας που σου πρέπει. Και τώρα διάλεξε, είσαι λεύτερη… Θέλεις τον κύριο Κροντηρά; Παρ’ τον και φεύγα. Θέλεις εμένα; Έλα δω, στην αγκαλιά μου και μείνε![12]»      

Πολλές λοιπόν οι αποχρώσεις μεταξύ του καλού και του κακού, του ηθικού και του ανήθικου, του λευκού και του μαύρου, άλλες σκοτεινές, άλλες φωτεινότερες. Ο διπολισμός εν προκειμένῳ είναι μόνο σχηματικός. Η έννοια της τιμής δεν είναι απόλυτη. Αξιολογείται κατά περίπτωση. Μάλλον είναι θέμα οπτικής. Πρόκειται για ψυχογράφημα των ενδιάμεσων χρωματικών τόνων. Όπως ακριβώς και η ζωή. Ο Ξενόπουλος επιχειρεί τη νατουραλιστική συνθήκη. Ο Κοσμάς διαθέτει αξιοπρέπεια. Η ψυχή του είναι καθάρια, μακριά από συμβιβασμούς και ωφελιμισμό[13]. Είναι αλλιώς διαυγής. Σε καμία περίπτωση, τούτος ο λογοτεχνικός ήρωας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί λεβέντης, τουλάχιστον με την τρέχουσα σημασία. Πόρρω απέχουμε εδώ από την εξιδανίκευση! Του προσάπτεται ίσως δειλία.  Ωστόσο αυτή του η υποχωρητικότητά είναι αυθεντική, όχι κακέκτυπη. Ενδίδει σε όσα ασπάζεται ως αξίες ζωής. Ο Ξενόπουλος σκιαγραφεί έναν αντιήρωα, που είναι συνάμα μεγαλόψυχος και ρεαλιστής. Δεν είναι ο άνθρωπος, ο κατ’ επίφαση προσηνής. Είναι ηθικολόγος προς εαυτόν και ηθικά ακέραιος με γνώμονα τα δικά του μέτρα. Ακόμη κι αν το αντίτιμο μιας τέτοιας επιλογής μεταφράζεται σε κοινωνική χλεύη. Ακόμη κι αν καταλήγει γραφικός…

Ο συγγραφέας, στην κριτική του για το έργο, θα το επισημάνει χαρακτηριστικά: «…άρχισε να σκέφτεται τι πράγμα είναι επιτέλους αυτή η πολυθρύλητη τιμή του αντρός, που τον έκανε τόσο να υποφέρει: Μήπως, όπως την εννοούσε ο κόσμος, δεν ήταν παρά μια πρόληψη, ένας παραλογισμός, μια ανοησία και μια αδικία; Και σιγά – σιγά με τη βοήθεια πάντα των παράξενων περιστατικών του, που δεν ήταν ολωσδιόλου τυχαία, έφτασε να βρει και να προσδιορίσει αυτός, καθαρά και ορθά κατά την ιδέα του, την τιμή του αντρός και να πει με πεποίθηση, που δε θα του την εκλόνιζε πια κανένας και τίποτα: αυτό για έναν άντρα είναι τίμιο, αυτό για έναν άντρα είναι άτιμο. Συνταύτισε δηλαδή στη συνείδησή του το τίμιο με το καλό και το άτιμο με το κακό. Βρήκε τη δύναμη – και φαίνεται πως ήταν πολύ δυνατός αυτός ο γελοίος! – να αντιτάξει στην κοινωνική πρόληψη τον ανθρωπισμό του τον ίδιο. Ε, από τη στιγμή αυτή ήταν ελεύθερος και απολυτρωμένος. Κόσμος – Τύραννος, άδικος και παράλογος, δεν υπήρχε πια για τον Κοσμά. Υπήρχε μόνο ο κόσμος ο δικός του, εκείνος που είχε και που βρήκε μέσα του, ο δίκιος και λογικός. Τον άλλον ο επαναστάτης τον είχε υποτάξει και από την ξενιτιά, την αυτοεξορία, γύρισε τέλος στον τόπο του σα νικητής!»[14]

Ο Κοσμάς στην τελική αναμέτρηση με τους φόβους του αλλά και την κοινωνική στερεοτυπία θα αναδειχτεί νικητής. Αισθάνεται ικανοποιημένος. Η πρότερη μιζέρια έχει μεταλλαχθεί σε αδιαμφισβήτητη καταξίωση. Επιστρέφει στο νησί εύπορος, με τον αέρα του πετυχημένου επαγγελματία και του στιβαρού οικογενειάρχη. Ο Ξενόπουλος χειρίζεται την κατακλείδα του έργου του κάπως πρόχειρα και μάλλον βεβιασμένα. Παρουσιάζει τη Φιορούλα να εξελίσσεται συν τῳ χρόνῳ σε γυναίκα παχύσαρκη και ερωτικά απωθητική. Ο μόνος που της μένει πιστός θαυμαστής είναι ο αιώνιος Κοσμάς. Οι όροι πλέον αντιστρέφονται. Αυτός καταλήγει ο ισχυρός και εκείνη η ευάλωτη. Τηρείται συνεπώς το σχήμα της ανεστραμμένης αναλογίας. Από την άλλη ο ήρωας είναι και πατέρας από το δεσμό με την ψυχοκόρη του, κατά το διάστημα του πρώτου χωρισμού του με τη Φιορούλα. Τελικά, και στην παρούσα περίσταση, ισχύει το κικερώνειο «O! tempora, O! mores»!

Αυτό ειδικά το μυθιστόρημα του Ξενόπουλου αποδείχνεται ιδιότυπα ενδιαφέρον. Αποτελεί μία σπουδή πάνω στην ανθρώπινη νοοτροπία και τις ανεξάντλητες ψυχικές μεταμορφώσεις. Το πρωτογενές υλικό, καθώς μορφοποιείται, φαίνεται πειστικό. Ταυτόχρονα υφέρπει διδακτισμός. Παρατηρούνται ίσως αδεξιότητες και αφηγηματικές αδυναμίες. Ανιχνεύονται ακόμη συγγραφικές ευκολίες, προκειμένου να προσαρμοστεί ικανοποιητικά στις προσδοκίες των αναγνωστών. Πέρα από τις συμβάσεις, ίσως πρόκειται για συνειδητά απλοϊκή μυθοπλασία, για σκιαγράφηση χαρακτήρων και καταστάσεων με εμπρόθετη αφέλεια. Πάντως, κατά την προσφιλή του τακτική, ο συγγραφέας επιχειρεί τη βυθομέτρηση σε συμπεριφορές αντιθετικών χαρακτήρων. Ας θυμηθούμε εν προκειμένῳ την κοινωνική του τριλογία «Πλούσιοι και φτωχοί», στην οποία, εκτός από την ομώνυμη νουβέλα, συμπεριλαμβάνονται και τα έργα «Τίμιοι και άτιμοι» και «Τυχεροί και άτυχοι». Εδώ φαίνεται ότι έχουμε μία πιο επιδερμική αλλά και ανάλαφρη πραγμάτευση, μία πιο light εκδοχή της αυτής θεματικής. Ο ίδιος θα δηλώσει απερίφραστα: «Για όσους δεν ξέρουν να βλέπουν, για τους μωρούς κι τους ξιπασμένους που βρίσκουν το βάθος στην επιφάνεια […] το ρομάντσο μου βέβαια θα φανεί απλώς διασκεδαστικό. (Πού οι περιγραφές του «Κόκκινου Βράχου» ε;…). Εγώ όμως είμαι πολύ ευτυχής να προσφέρω σήμερα στο κοινό, με το ελαφρό αυτό ντύμα, ό,τι ανώτερο, βαθύτερο και καλλιτεχνικότερο μπόρεσα να γράψω ως τώρα. Το άλλο μου μυθιστόρημα «Τίμιοι και άτιμοι», που εξετάζει γενικότερα το ίδιο θέμα, μπορεί να είναι ως έργο πιο ιδιόρρυθμο, πιο καινούργιο και πιο σοβαρά γραμμένο· στοχάζομαι όμως πως δε φτάνει τον «Κόσμο και Κοσμά», γιατί του λείπουν κι η βαθιά ψυχογραφία ενός Μαρή κι η ζωντανή εικόνα μιας Φιορούλας[15]»…

Όντως δε μιλούμε εδώ για σπουδαία λογοτεχνία. Σε καμία περίπτωση η μυθοπλασία δεν είναι μεγαλειώδης. Δεν οργανώνεται ένα σχεδίασμα κοινωνικής τοιχογραφίας. Ενδεχομένως αυτή η επιλογή δεν εναπόκειτο καν στις προθέσεις του συγγραφέα. Ενίοτε η αφηγηματική συνοχή νοσεί. Η αιτιολογική προσέγγιση των γεγονότων καταλήγει ρευστή και ασυνεχής. Ωστόσο πρόκειται για αξιοπρεπές ανάγνωσμα ήπιων φιλοδοξιών. Στοχεύει στη φιλαναγνωσία του κοινού και εντάσσεται απολύτως στις επιταγές του εκδοτικού marketing της εποχής. Είναι τελικά ένα καλοστημένο ρομάντσο, έντιμο ως προς τις προσδοκίες που καλείται να εκπληρώσει.

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου    

Φιλόλογος – Θεατρολόγος

———————————————————————————————————-

[1]               Ας μη λησμονούμε ότι ο Ξενόπουλος σύστησε τον Καβάφη στο ελλαδικό κοινό με το άρθρο του «Ένας ποιητής», που δημοσιεύτηκε στα «Παναθήναια» στις 30 Νοεμβρίου 1903. Βλ. σχετικά στον Επίσημο Διαδικτυακό Τόπο του Αρχείου Καβάφη: http://www.kavafis.gr/kavafology/articles/content.asp?id=1 Πρβλ. επίσης Σόνια Ιλίνσκαγια (19832«Κ.Π. Καβάφης – Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ού αιώνα», Κέδρος, Αθήνα, σελ. 101 κε.

 

[2]               Βλ. Γρηγόριος Ξενόπουλος «Ο κόσμος και ο Κοσμάς» (1984), Εκδ. Αδελφών Βλάσση, Αθήνα, σελ. 4.

[3]               Λέων Τολστόι «Άννα Καρένινα» (2010), Μτφρ. Άρης Αλεξάνδρου, Άγρας, Αθήνα, σελ. 1218 – 1219.

[4]              Πρβλ. Γρηγόριος Ξενόπουλος «Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα» (1984), Εκδ. Αδελφών Βλάσση, Αθήνα, σελ. 317–318. Βλ. επίσης Βίκυ Πάτσιου «Οι φωνές του ‘εγώ’ και τα μονοπάτια της μνήμης στην Αυτοβιογραφία του Γρ. Ξενόπουλου», Πρακτικά Συνεδρίου «Γρηγόριος Ξενόπουλος. Πενήντα χρόνια από το θάνατο ενός αθάνατου», Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 2003, σ. 25-32.

[5]               Βλ. σχετικά Βίκυ Πάτσιου «Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και η νοσταλγία του νατουραλισμού» στο συλλογικό έργο «Ο νατουραλισμός στην Ελλάδα – Διαστάσεις, Μετασχηματισμοί, Όρια» (2008), Μεταίχμιο, Αθήνα.

[6]              Το απόσπασμα παρατίθεται αυτούσιο από την «Αναδυομένη» του Γρηγόριου Ξενόπουλου, εκδ. Αδελφών Βλάσση, Αθήνα 1984, σελ. 115 – 116.

[7]               Οι αναφορές για τον κοσμοπολιτισμό των Επτανήσιων και την αστική τους κουλτούρα σχετίζονται με τις επαφές που είχε η άρχουσα τάξη με τα ευρωπαϊκά κέντρα. Στον «Κόσμο και τον Κοσμά» η ηρωίδα δεν έχει φύγει ποτέ από το νησί. Ο άντρας της όμως, που ανήκει στους «νόμπιλους», επαίρεται για τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες. Καθώς ταξιδεύουν στην Αθήνα, όπου και θα εγκατασταθούν μετά το γάμο τους, ο συγγραφέας διευκρινίζει:

«Στη μία από τα μεσάνυχτα, το βαπόρι αγκυροβόλησε μπροστά στην Πάτρα. Η Φιορούλα, που ταξίδευε πρώτη φορά, θαμπώθηκε από τα ζωηρά φώτα που αγρυπνούσαν στην προκυμαία.

  • Τι όμορφα! είπε

Ο Μαρής όμως που έκανε τον κοσμογυρισμένο, σήκωσε τους ώμους του με περιφρόνηση.

  • Τόσα έχουμε και μεις, της είπε. Δε σου έτυχε ποτέ να δεις το μόλο μας νύχτα;…

Και πού να πας καμιά φορά στη Νάπολη ή στη Βενετία!

  • Στην Αθήνα θα’ ναι καλύτερα, ψιθύρισε η Φιορούλα».

[8]              Ενδεχομένως και η Σώτια Τσώτου, στιχουργός με αξιοπρόσεχτη παρουσία στη νεοελληνική δισκογραφία, έχει εμπνευστεί από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ξενόπουλου. Στον κύκλο τραγουδιών «Άσπρο Μαύρο» του Γιώργου Χατζηνάσιου (1974) μελοποιούνται οι στίχοι της :

Αχ, ο Κοσμάς
ο Κοσμάς κι κόσμος είναι σαν κι εμάς
κρατά το ίσο ο Κοσμάς
όπως τα ψέλνει ο ντουνιάς.

Παλιοζωή, παλιοζωή, τι σου μαζεύω
και ήρθ’ η ώρα να σ’ τα πω
εσύ βαράς τον ταμπουρά κι εγώ χορεύω
κι εγώ χορεύω στον δικό σου τον σκοπό.

Αχ, ο Κοσμάς
ο Κοσμάς κι ο κόσμος είναι σαν κι εμάς
χτυπά το ντέφι ο ντουνιάς
και φέρνει βόλτες ο Κοσμάς.

[9]              Πρβλ. Γρηγόριος Ξενόπουλος «Ο κόσμος και ο Κοσμάς», όπ, σελ. 21.

[10]             Το σχολιάζει εύστοχα ο Λίνος Πολίτης, όταν αναφέρεται στην καταγωγή του Διονύσιου Σολομού: «Το ζακυθινό αρχοντολόι είχε καλά μαθητέψει στα ελευθέρια ήθη της Βενετιάς· τα παιδιά παρόλο που είναι «φυσικά» (=εξώγαμα) ανατρέφονται στο πατρικό σπίτι σαν αρχοντόπουλα – παίρνουν δηλαδή μόρφωση ιταλική – και ο πατέρας θα δηλώσει στη διαθήκη του πως «τ’ αγαπά ως λεγκίτιμα» και θα φροντίσει να τους εξασφαλίσει το μερτικό της περιουσίας του που τους αναλογεί». Βλ. σχετικά Λίνος Πολίτης «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» (200615), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, σελ. 138. Εδώ η εξέλιξη ήταν ευμενής με την αναγνώριση του εκτός γάμου τέκνου. Σε άλλες περιπτώσεις οι άρχοντες εξαντλούσαν τη «μεγαλοψυχία» τους παντρεύοντας βιαστικά τα κορίτσια αυτά με κάποιον αναγκεμένο και καλόβολο συγχωριανό. Ταυτόχρονα παρείχαν οικονομική υποστήριξη στα εξώγαμα τέκνα έως την ενηλικίωση τους.

[11]              Η Φιορούλα δεν είναι μία άλλη ­Becky Sharp. Δε στροβιλίζεται σαν την ηρωίδα του Thackeray στο πανηγύρι της ματαιοδοξίας με σκοπό την κοινωνική αναρρίχηση. Η ηθική της απέχει από την ηθικολογία. Είναι η ηθική της λαγνείας; Ο Κοσμάς χρειάστηκε να κοπιάσει πολύ, για να την πείσει να τον ξαναπαντρευτεί. Παραμένει πάντα ηδυπαθής και αυτάρεσκη. Ίσως επειδή δεν έχει μάθει στην ανυπόκριτη αγάπη, ίσως ακόμη επειδή είναι πολύ νέα και ο αδηφάγος πόθος τον αντρών εδραιώνει την αυτοπεποίθησή της…

[12]              Γρηγόριος Ξενόπουλος «Ο κόσμος και ο Κοσμάς», όπ, σελ. 290 – 292.

[13]              Κάποτε ο Κοσμάς κινδυνεύει να βρεθεί οικονομικά εκτεθειμένος. Τότε ο Νιόνιος, ο βοηθός του στο κατάστημα, που γνωρίζει τα πάντα, τον παροτρύνει να αποταθεί στον Κροντηρά, για να τον βοηθήσει. Ο Κοσμάς αρνείται κατηγορηματικά. Η ηθική του κοσμοαντίληψη συμπυκνώνεται στον τρόπο αντίδρασης. Λέει χαρακτηριστικά: «…Σου φάνηκε, παναπεί, πως επειδής αφήνω τη γυναίκα μου να’ χει αγαπητικό, και το ξέρω όπως το ξέρεις και συ, δε θα’ χα την τιμή μου; Είσαι πολύ γελασμένος! Μάθε το λοιπόν μία για πάντα: Ο Αλιμπράντες έχει την τιμή του, μα η τιμή του Αλιμπράντε είναι αλλιώτικη από τη δική σου και του αλλουνού. Είναι τιμή απιθωμένη εκεί που πρέπει. Όχι αλλού! Κατάλαβες;». Πρβλ. Γρηγόριος Ξενόπουλος «Ο κόσμος και ο Κοσμάς», όπ, σελ. 271 – 272.

[14]             Γρηγόριος Ξενόπουλος «Ο κόσμος και ο Κοσμάς», όπ, Εισαγωγή, σελ. 8 – 9.

[15]              Γρηγόριος Ξενόπουλος «Ο κόσμος και ο Κοσμάς», όπ, Εισαγωγή, σελ. 10.

banner-article

Ροη ειδήσεων