Απόψεις Λογοτεχνία

“Λογοτεχνικές όψεις του μεγαλοαστισμού στη μεσοπολεμική Αθήνα” (3) γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Τo κομπλιμάν του κυρίου Γιούγκερμαν

στη μαντάμ Σουσού…

Λογοτεχνικές όψεις του μεγαλοαστισμού στη μεσοπολεμική Αθήνα

[3ο Μέρος]

Στη «Μαντάμ Σουσού» (1940) το είδωλο αυτό του νεοελληνικού,  επαρχιακού, κοσμοπολιτισμού προβάλλεται ανεστραμμένο. Εδώ επιστρατεύεται ως εκφραστικό μέσο η παρωδία.ΑΠ-2 Ο συγγραφέας μετέρχεται την ειρωνεία, για να σαρκάσει γνώριμες παθογένειες.  Η Σουσού θα πλουτίσει όψιμα και απροσδόκητα. Θα προσπαθήσει να εισέλθει στην υψηλή κοινωνία της εποχής και να αλώσει, «να εμπατάρει», όπως λέει η ίδια, το Κολωνάκι. Είναι αναγκαίο όμως να διαμορφώσει και να καλλιεργήσει επιδέξια το μύθο της. Τα λίγα χιλιόμετρα που χωρίζουν τον Κολωνό από το Κολωνάκι απέχουν έτη φωτός ως προς την ταξική τους υπόσταση. Μέχρι να αποπερατωθεί η κατασκευή και διακόσμηση «των μεγάρων της», του διπλού οροφοδιαμερίσματος που αγοράζει στην Πατριάρχου Ιωακείμ πάνω ακριβώς στην πλατεία Κολωνακίου, διαμένει σε σουίτα στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας». (Μετ)ονομάζεται πλέον Σούζυ, δηλώνει belle divorcée και αφήνει να πλανάται γύρω της η φήμη ότι είναι δήθεν βαθύπλουτη ελληνίδα κληρονόμος άρτι αφιχθείσα στην Αθήνα «από τας Ινδίας». Έχει ήδη πάρει διαζύγιο από τον άντρα της, τον καλοπροαίρετο και αγαθό Παναγιωτάκη, που ήταν ιχθυοπώλης ή κατά τη Σουσού «μεγαλέμπορος θαλασσίων ειδών». Ο Παναγιωτάκης την αγαπάει βαθιά και η ίδια η Σουσού τον εγκαταλείπει με πόνο ψυχής, προτείνοντάς του μάλιστα ένα γενναίο χρηματικό ποσό από την κληρονομιά. Είναι πολύ λαϊκός και πολύ «Μπυθουλαίος», για να την ακολουθήσει στη νέα της ζωή. Η αριστοκρατία εκτός από χλιδή προϋποθέτει αβρές χειρονομίες και ανάλαφρο περπάτημα.

Ο «Μπύθουλας» αποτελεί λεκτικό επινόημα της Σουσούς και δεν είναι τίποτε άλλο παρά εξευγενισμένη παρωνυμία της περιοχής της Ακαδημίας Πλάτωνος, του Βούθουλα δηλαδή, επί το «γαλλικότερον». Οι συνοικίες κάτω από την Ομόνοια, όπως ο Κολωνός και η Ακαδημία Πλάτωνος, είναι τρόπον τινά πιο «βυθισμένες», δηλαδή γεωγραφικά βρίσκονται σε χαμηλότερο υψόμετρο: «Βούθουλας[1]. Κακόηχη της φαινόταν η λέξη. Δύο «ου» στη σειρά έδιναν λαϊκή απήχηση στο όνομα που άγγιζε τα όρια του χυδαίου μ’ εκείνο το βάρβαρο βήτα στην αρχή. Το «μπυ» της πήγαινε καλύτερα. Ήταν πιο σικ. Είχε έστω και μια ελαφριά ανάμνηση από την αξιαγάπητη πατρίδα του Ρακίνα. Μπύθουλας! Έτσι τον προτιμούσε η Σουσού. Και της φαινόταν πως με τη μικρή εκείνη λεκτική διόρθωση γινόταν πιο ευπρόσωπη η αθλιότητα της γειτονιάς, όπου γεννήθηκε και ζούσε. Γιατί η Σουσού ήταν το ακριβό άνθος της ιστορικής εκείνης γης, όπου πριν από χιλιάδες χρόνια φιλοσοφούσαν άνθρωποι σπουδαίοι και όπου σήμερα, δυστυχώς, κατοικούσαν λαϊκοί τύποι και τσοκαρίες».  korisous3-thumb-large

Η Σουσού, λοιπόν, αποφασίζει να παντρευτεί για δεύτερη φορά «σύζυγον αριστοκρατικόν» με σπουδαίο επώνυμο. Πρόκειται για το Μηνά Καντακουζηνό, έναν απατεώνα ολκής με κοσμοπολίτικο λούστρο και φίνους τρόπους. Ο γάμος δε θα τελεστεί στου Φιλοπάππου, όπως εκείνος της Ελέν, ούτε στον Άγιο Διονύσιο της Σκουφά, όπως συμβαίνει με τη σημερινή elite (;), αλλά στον Άγιο Σώστη της Λεωφόρου Συγγρού. Η περιγραφή είναι ευθύβολη, αποκρυσταλλώνεται σε ένα είδος λογοτεχνικής ρητορείας. Ο Ψαθάς, πέρα από το χιούμορ και τη σάτιρα, πραγματικά αγαπά την ηρωίδα του και την περιβάλλει με τρυφερότητα. Ψυχαναλυτικά την αντιμετωπίζει με γνήσια ενσυναίσθηση (empathy): «Κι επιτέλους! Ανέτειλε η μεγάλη εκείνη μέρα. Ω, μεγάλη μου Σουσού!… Ω, ασύγκριτε τύπε μου, εκατό φορές γυναίκα απ’ όλες τις γυναίκες, ω λαμπρόν άστρο ανάμεσα στα εκατομμύρια των θηλυκών, που λάμπουν στο στερέωμα και σβήνουνε μπροστά σου, άφθαρτη κι απερίγραπτη γόησσα του Βούθουλα, πού να βρεθεί ποιητής να σου τονίσει το χαρούμενο επιθαλάμιο;

   Ξύπνα Σαίξπηρ! Κι εσύ σκιά του Μέντελσον ψάξε να βρεις καινούργιες μελωδίες. Ξύπνα Ανακρέοντα, Πίνδαρε, Στησίχορε κι εσύ Σαπφώ, που ύμνησες στα επιθαλάμιά σου τα κάλλη των νεονύμφων, ελάτε ν’ αποτελέσετε τον πανηγυρικό χορό των υμνωδών σ’ αυτό το μέγα γεγονός.

   Νάτη που κατεβαίνει απ’ τα μέγαρα.

   Αστράφτει η λιμουζίνα έξω απ’ τα μέγαρα. Κι εμφανίζεται η κυρία. Παράστημα ασύγκριτο. Το χιονάτο νυφικό κυλάει σαν καταρράχτης άσπρων λουλουδιών στο σώμα το αλαβάστρινο [Η Σουσού είχε παραγγείλει το νυφικό της φόρεμα στο διάσημο παρισινό οίκο υψηλής ραπτικής Καμπαρελί· η ίδια η μαντάμ Καμπαρελί, φιλοξενούμενη της Σουσούς στην Αθήνα έναντι αδρότατης αμοιβής, επέβλεπε με τρεις βοηθούς της την προετοιμασία]. Κάτασπρα γάντια σκεπάζουν σα μαργαριταρένιος αφρός θάλασσας ανοιξιάτικης τα λεπτά της κρινοδάχτυλα.

   Δεν πήγα, αδελφοί μου, στους γάμους του Δία και της Ήρας. Αλλά μπορώ να ορκιστώ στον πατέρα των θεών ότι σε μεγαλοπρέπεια και πόζα έφαγε τη μητέρα των θεών η τέως πυργοδέσποινα του Βούθουλα. Γύρω – γύρω στα παράθυρα της οδού Πατριάρχου Ιωακείμ βγήκε ολόκληρη η αριστοκρατία και θαύμαζε, όπως άλλοτε η τσοκαρία στα φτωχικά παράθυρα του «πτωχοκομείου» [έτσι προσαγόρευε η Σουσού τους γείτονές της αλλά και τους κατοίκους του Βούθουλα συνολικά].

Κι ήταν να μη θαυμάζεις;hqdefault

   Το ύφος της είχε κάτι το υπερκόσμια μεγαλοπρεπές. Το βάδισμά της κάτι το ασύλληπτα επιβλητικό. Το μέτωπο ψηλά. Το μάτι χαμηλά. Όταν άπλωσε το άσπιλο γοβάκι της στο μαρσπιέ της λιμουζίνας της,  ο Μηνάς, με το μονόκλ, είχε εξαφανιστεί. Ούτε η Σουσού τον έβλεπε ούτε ο κόσμος.

   Ούρλιαξε το αμάξι και ξεκίνησε.

  Σταματούσε ο κόσμος, καθώς περνούσαν σαν αστραπές τα δυο αμάξια:

–    Μια νύφη!

–   Ποια είναι;

–   Δεν την ξέρετε;

–  Μα όχι. Ποια;

–  Μια μεγάλη, πολύ μεγάλη αριστοκράτις. Δεν έχετε ακουστά; Μαντάμ Σουσού τη λένε κι είναι από πολύ μεγάλο τζάκι. Ήτανε, λέει, ζωντοχήρα και σήμερα παντρεύεται…».           

Ο κώδικας γλωσσικής επικοινωνίας είναι βασικά ελληνόφωνος, διανθισμένος όμως με λίγες αγγλικές λέξεις και άφθονες γαλλικές. Η άριστη γνώση της γαλλικής και ιδίως η άψογη προφορά αποτελούν προδιαγραφές εκ των ων ουκ άνευ για την παγίωση στην αθηναϊκή high society. Το Κολωνάκι, πάντα κοσμικό και αύταρκες, μιλάει πρωτευόντως γαλλικά. Η νεοελληνική άρχουσα τάξη οφείλει να παρακολουθεί τις εξελίξεις και να χειρίζεται τα θέματά της πάντοτε με τακτ, στη διεθνή γλώσσα της διπλωματίας και της τέχνης, που θα παραμείνει κυρίαρχη και στις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Ο Γιούγκερμαν, ως φιλλανδός ευγενής με καταβολές στη ρωσική προεπαναστατική αριστοκρατία, γνωρίζει τέλεια το savoir vivre, κατέχει το πρωτόκολλο και φυσικά συνεννοείται και στα γαλλικά. Για τη μαντάμ Σουσού όμως, που είναι νέηλυς σε αυτό το περιβάλλον, η ελλιπής γαλλομάθεια καταλήγει σχεδόν σε ταξικό κόμπλεξ. Συνιστά ένα ζήτημα άμεσης προτεραιότητας, που πρέπει να λυθεί επειγόντως. Οι γαλλικούρες της – και αυτές ελλιπείς – με τίποτε δεν μπορούν να τη σώσουν. Με την καυστική του πένα ο Ψαθάς υπερθεματίζει:Dimitris_Psathas «Καημός παλιός. Που έγινε εντονότερος απ’ τον καιρό που ήρθε το χρήμα ν’ αλλάξει ριζικά τη ζωή της μεγάλης δέσποινας. Εκεί κάτω στην ιστορική συνοικία του Βούθουλα το πράμα δεν εμφανιζόταν κατεπείγον. Άλλωστε τσάτρα – πάτρα κάτι κατάφερνε η Σουσού. Από κάτι «παρντόν» και «μερσί» και «ουί» και «νο» ήταν εντάξει. Κι ούτε της χρειάζονταν περισσότερα. Στον τόπο μας όμως συμβαίνει το περίεργο, όσο ανεβαίνει κανένας τις κοινωνικές βαθμίδες, τόσο να πληθαίνουν τα γαλλικά. Εκεί στην καρδιά της αριστοκρατίας, όπου έφτασε η Σουσού, δε μιλούσαν άλλη γλώσσα από τη γλώσσα του Ρακίνα.

   Όλα καλά και τα μέγαρα κι οι υπηρέτες. Και τα πρωτόκολλα κι οι τουαλέτες. Και το τουπέ. Κι οι επιδεικτικοί περίπατοι με την κούρσα και με το σκυλί, που το κρατούσε υπηρέτης επί τούτῳ. Ένιωθε όμως η Σουσού ακόμη την απουσία μερικών πραγμάτων απαραίτητων. Ανάμεσα σ’ αυτά την πρώτη θέση είχαν τα γαλλικά, με τα οποία για πρώτη φορά ήρθε αντιμέτωπη μέσα στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας». Τα κελαηδούσαν τόσο ωραία γύρω της. Και στενοχωριόταν. Τα γαλλικά ήταν η «μητρική γλώσσα της αριστοκρατίας» και τα δικά της τής φαίνονταν τώρα λίγα. Πολύ δύσκολη ήταν η θέση της σαν έτρωγε πλάι σε παρέα που τα μιλούσε γρήγορα. Άλλοτε σήκωνε τα φασεμέν, κοιτούσε με περιφρόνηση κι ύστερα τα κατέβαζε μουρμουρίζοντας. […] Άλλοτε, σαν μιλούσαν πάλι και χαχάνιζαν, για να μην προδοθεί πως δεν καταλάβαινε, άφηνε ένα αδιόρατο και αξιοπρεπές χαμόγελο που σήμαινε βέβαια ότι, – αστείο πράγμα! –  όλα τα καταλαβαίνει. Αυτά όμως δεν μπορούσαν να τραβήξουν έτσι. Είδος πρώτης ανάγκης ήταν τα γαλλικά στην οδό Πατριάρχου Ιωακέιμ. Χωρίς αυτά δεν μπορούσε να κάνει βήμα παραπέρα. Γι’ αυτό αποφάσισε να τα μάθει όσο γινόταν γρηγορότερα, και κάλεσε στα μέγαρά της με κάθε μυστικότητα έναν καθηγητή της γαλλικής».  Η ηρωίδα βέβαια χάρη στον εκκεντρικό και παράφορο χαρακτήρα της θα επιβιώσει στο αδηφάγο Κολωνάκι· όχι μόνο αυτό αλλά θα καταφέρει να επιβάλλει την ιδιόλεκτό της ως μόδα, ως τον εναλλακτικό façon de parler à la Soussou. Η αυτοπεποίθησή της είναι τεράστια. Σχεδόν σοφιστικά θα μεταστρέψει το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα[2].GrandBretagne_1936_zpsd69991a1

            Δίπλα και παράλληλα με αυτό το κατεστημένο, στα δύσκολα χρόνια του μεσοπολέμου, θα αναδειχθούν και κάποια «νέα τζάκια», άνθρωποι τυχάρπαστοι, απαίδευτοι και επικίνδυνοι. Το φαινόμενο δεν είναι πρωτοφανές. Θα το συναντήσουμε μεταπολεμικά στους κατοχικούς μαυραγορίτες. Θα το ξαναβρούμε, εξίσου άγαρμπο αλλά πιο απαλυμένο, στα χρόνια μετά το 1980. Νέο χρήμα, νέοι άνθρωποι, νέα ήθη. Θυμίζουν τους πραιτωριανούς και τους novi homines στη Ρώμη την εποχή του Μάριου. Θα αναζητήσουν, αν όχι θα διεκδικήσουν, μία στέρεη θέση στον κοινωνικό ιστό και στους μηχανισμούς της εξουσίας. Θα επιβάλλουν ασφαλώς την ηθική και την αισθητική τους. Η πείνα είναι πάντα αρπακτική. Ακόμη κι όταν κορεστεί, δε συγκαλύπτεται.  Σταδιακά, αυτοί οι τύποι, οι κοινωνικά αναρριχώμενοι, αποθρασύνονται και γίνονται ακόμη πιο αλαζονικοί. Σκληρός ανατόμος των κοινωνικών μετασχηματισμών ο Καραγάτσης θα εντοπίσει το φαινόμενο και θα το στηλιτεύσει: «Εκείνον τον καιρό (κατά το 1921) τα μέρη της Αθήνας και του Πειραιά όπου μπορούσες να διασκεδάσεις ήσαν λιγοστά. Ο πόλεμος της Μικρασίας συνεχιζόταν αβέβαιος, κρατώντας τον κόσμο σ’ εκνευρισμό. Στο αναμεταξύ οι νεόπλουτοι, μπουχτισμένοι από ευκολοκερδισμένο παρά και λιμασμένοι από μακροχρόνια νηστεία, το’ χαν ρίξει έξω. Γινόταν ένα γλέντι αλλιώτικο, ούτε πρωτόγονο ούτε συμβατικό, μα κάτι το άτοπο, το χυδαίο. Πρόβαλαν μέσα στην ξαφνιασμένη  κοινωνία της Αθήνας άνθρωποι άγνωστοι, μυστήριοι, που κανείς δεν ήξερε πούθε βαστούσε η σκούφια τους, με τις τσέπες φίσκα στο χρήμα και δίχως συναίσθηση τι πάει να πει χρήμα. Σπαταλούσαν ποσά αφάνταστα σ’ ένα γλέντι κακόγουστο κι άνοστο, μη λογαριάζοντας τίποτα, μην ξέροντας πώς να διαθέσουν τα εκατομμύριά τους. Βασική προϋπόθεση του γλεντιού ήταν ν’ αποχτήσουν αμερικάνικο αυτοκίνητο και να τριγυρνάν στους ανύπαρκτους τότε δρόμους της Αττικής, αράζοντας σε ξωτικά λιμάνια – Ραφήνα και Σκαραμαγκά – που ο μη εκατομμυριούχος μονάχα στ’ όνειρό του μπορούσε να τα ιδεί. Ήσαν εκεί κάτι βρωμοταβέρνες, που παρίσταναν τα κέντρα πολυτελείας, που πουλούσαν τα τηγανητά μπαρμπούνια και τον μποτιλιαρισμένο σταφιδίτη σε τιμές αστρονομικές. Είχαν και κάτι βρωμερές «αίθουσες δι’ οικογενείας», με μοναδική επίπλωση ένα ντιβάνι ξεχαρβαλωμένο, από τ’ αμέτρητα αγκαλιάσματα της πελατείας.

ImageHandler.ashx

   Σε τούτα τα κέντρα σπαταλούσαν τα εκατομμύριά τους οι νεόπλουτοι, τρώγοντας μπαρμπούνια, πίνοντας σταφιδίτη κι αγκαλιάζοντας χυδαίες τσούλες. Ήταν η εποχή που οι διάφορες γκιόσες της οπερέτας μασούσαν το χιλιάρικο (σαράντα χρυσές λίρες) σα μαρουλόφυλλο· που το νεοφερμένο πόκερ τάραζε τα πορτοφόλια· που η διαδρομή με το μόνιππο στοίχιζε μια περιουσία· που για ν’ αγοράσεις εκατό δράμια τυρί έπρεπε να κάνεις τεμενά στον μπακάλη· που ο παλιός «καλός κόσμος» κλείστηκε στα σπίτια του τρομαγμένος, παρατώντας τα πάντα στη διάθεση των νεόπλουτων και των καταφερτζήδων [ή και αεριτζήδων, όπως θα λέγαμε σήμερα]· και που ξαναβγήκε από τα σπίτια του μόνο όταν, πολύ μετά την καταστροφή του ʼ22, ήρθε κάποια ηρεμία, για ν’ αναγνωρίσει τους κατακτητές, να τους προσκυνήσει και να τους τοποθετήσει δίπλα του –  μια ιδέα ψηλότερα, καθώς αρμόζει στον παρά». Οποιαδήποτε σχέση με τη μεταγενέστερη ή και την τρέχουσα πραγματικότητα, ασφαλώς δεν είναι συμπτωματική[3].

Αριστοτέλης  Αλ. Παπαγεωργίου

 Φιλόλογος – Θεατρολόγος               

Σημείωση Φαρέτρας: «Το 4ο από τα 7 μέρη της εργασίας θα αναρτηθεί το ερχόμενο Σάββατο 7  Ιανουαρίου»      

——————————————————————————————

[1]               Ομοίως και τα συγκεκριμένα αποσπάσματα μεταφέρονται ακριβώς από το ομώνυμο έργο. Πρβλ. Δημήτρη Ψαθά, Μαντάμ Σουσού, Έκδοση Κληρονόμων Δημητρίου Ψαθά, Αθήνα.

[2]               Στη σύγχρονη νεοελληνική κοινωνία, με τη σαρωτική κυριαρχία της αμερικανικής κουλτούρας,  δεσπόζουν τα αγγλικά. Η «επέλαση» του life style κατά τη δεκαετία του ’80 και προπάντων από το 1990 κ.ε οδηγεί στην ανάλογη γλωσσική κωδικοποίηση. Τα ελληνικά «νέα τζάκια», μαζί με το ατέρμονο night clubbing στη Μύκονο και την Αράχοβα, εκφράζονται διαφορετικά. Η κατάσταση αυτή θα κορυφωθεί αλλά και θα εκτραχυνθεί στην τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα με την πλασματική ευδαιμονία του χρηματιστηρίου. Θα καταρρεύσει άχαρα γύρω στο 2010, όταν πλέον θα αγκυλωθεί η παρούσα οικονομική κρίση.  Η απαρχή πάντως γίνεται το 1987, με την έκδοση του περιοδικού «ΚΛΙΚ», που σύντομα θα αναδειχτεί σε πατριάρχη του νεοελληνικού life style και αισθητικό τιμητή των νέων ηθών. Σε παράσταση του συγκροτήματος «Άγαμοι θύται» από τη Θεσσαλονίκη γύρω στο 1994, ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης σε κωμικό σκετς υποδύεται την πόντια γιαγιά λαϊκής καταγωγής. Είναι ξεκαρδιστικός, καθώς σχολιάζει την επικαιρότητα με ανάλογο ύφος και γλωσσικούς επιτονισμούς. Κάποια στιγμή στο νούμερό του αποφαίνεται «Εμ, τι σε λέω! Για να διαβάσει κανείς σήμερα το ΚΛΙΚ, παιδάκι μ’, πρέπει να έχει Lower.… Πρβλ. και Χρήστος Κ. Ζαμπούνης (2012) «Ιστορίες ενός παιδήλικα», Φερενίκη, Αθήνα, ιδίως τα κεφάλαια «Η πομφόλυξ του life style», σελ. 249 – 251 και «Η πτώση ενός ανταγωνιστή», σελ. 389 – 391.

[3]               Συχνά, στην πρόσφατη λογοτεχνική παραγωγή, οι συγγραφείς τείνουν να υιοθετούν μια πιο «πολιτικοποιημένη» στάση κριτικής. Η θέση τους δεν είναι απαραιτήτως ή επί τούτου πολιτική, ούτε μηρυκάζει λαϊκισμό. Απλώς παρατηρούν διαπιστώνουν και καταθέτουν απόψεις με υποκειμενικότητα. Παρεμβάλλουν πολιτικά σχόλια στην αφήγηση, ενίοτε αιχμηρά ή απροκάλυπτα, συνδέοντάς τα τετμημένα με τη μυθοπλασία. Γράφει επί παραδείγματι ο Γιάννης Ξανθούλης: «Βρήκα τον Έκτορα πίσω από το ταμείο να διαβάζει «Εξόρμηση», την εφημερίδα που αντιπροσώπευε όλο το ιδεολογικό σύμπλεγμα του νεοπαπανδρεϊσμού. Μια νέα φιλόδοξη ιδεολογία, πρόθυμη να στεγάσει κάτω απ’ τη μαρκίζα της την ανερχόμενη αριθμητικά τάξη των μικρομεσαίων και των πληβείων, που τρόμαζαν από τα σφυροδρέπανα και τις ξεκάθαρες κομμουνιστικές μπροσούρες της εποχής και από την άλλη αισθάνονταν προδομένοι από τα συντηρητικά κόμματα. Σου τα λέω αυτά, γιατί έχω τη βεβαιότητα ότι θα σιχαινόσουν όλο αυτό το νοικοκυρεμένο μικροαστικό προοδευτισμό, που πλάσαρε με έπαρση προσκόπου ο Παπανδρέου, εκπροσωπώντας μια τάξη που δε μας αφορούσε, όπως και καμιά άλλωστε». Πρβλ. Γιάννη Ξανθούλη «Ο σόουμαν δε θα’ρθει απόψε», Καστανιώτης, Αθήνα 1985, σελ. 163. Ανάλογη εντύπωση προκαλεί και η Μαρία Μήτσορα στο πολύ ιδιαίτερο και σκληρό μυθιστόρημά της «Σκόρπια δύναμη» (Ίκαρος, Αθήνα 1997). Πάντως το ποίημα του Γιάννη Καρατζόγλου «Ελληνική ιστορία» (Ποιητική συλλογή «Πηγαίος κώδικας», Ίκαρος, Αθήνα 2009)  έχει χαρακτήρα απολογητικό και απολογιστικό:

Ελιά, ελιά, κόντρα στον κερασφόρο.
Οίκαδε. Πρόσφυγες…
Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει, πατέρα;
Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια.
Ζήτω το ΕΑΜ, ζήτω το ΕΛΑΣ.
Πας μη Εαμίτης, Γκεσταπίτης.
Ανασυγκρότησις… Κύπρος – Ένωσις…
Έναν λοχία… Έναν λοχία επιτέλους…
Ελλάς των Ελλήνων Χριστιανών…
ΝΑΤΟ – ΣΙΑ – Προδοσία
Αλλαγή, αλλαγή, λαϊκή συμμετοχή.
Νέα τζάκια.
Η Μακεδονία είναι ελληνική…
Εκσυγχρονισμός. Επανίδρυση.
Ελλάδα της Τασκένδης,

                Ελλάδα της Πλατείας Σκεντέρμπεη,
Ελλάδα των Εξαρχείων και των Σαράντα Εκκλησιών,
της ξενιτιάς, του Ντίσελντορφ και του Ντιτρόιτ,
με κώδικες μικροαστούς πορεύεται στο επέκεινα
ντυμένη για αιώνες εμπράγματα όνειρα…

banner-article

Ροη ειδήσεων