Πολιτισμός

Μαθήματα υποκριτικής και ζωής

2014-09-23-politismos-kornetis-mathimata-zois-ypokritikis

ΚΩΣΤΗΣ ΚΟΡΝΕΤΗΣ*

Η «Θηλειά» επιστρέφει στο χωριό της Ηπείρου, στον τόπο του «εγκλήματος», αναζητώντας τη σχέση του χθες με το σήμερα

Ποιος θυμάται την «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου; Το στόρι απλό – βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα: ένας εργάτης επιστρέφει στο ορεινό χωριό του από τη Γερμανία και ξαναβρίσκει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Κάτι όμως έχει αλλάξει: η γυναίκα του ζει με τον εραστή της και μαζί δολοφονούν τον άτυχο σύζυγο. Η αστυνομία που εξιχνιάζει το έγκλημα τους καλεί να το αναπαραστήσουν. Κοινωνική κριτική και έμμεσος σχολιασμός για τη βία στην ελληνική επαρχία την εποχή των συνταγματαρχών, αλλά και όλες οι μετέπειτα εμμονές του Αγγελόπουλου μαζεμένες.

Η ταινία αναφερόταν στην αναπαράσταση του εγκλήματος – αλλά και στην αναπαράσταση ως τέχνη, ως κινηματογράφο, ως ηθοποιία. Αναφερόταν ακόμα στη διαρκώς μεταλλασσόμενη ελληνική επαρχία και κοινωνία, στη μετανάστευση. «1939, κάτοικοι 1.260. 1965, κάτοικοι 85» – έτσι άρχιζε η ταινία με τη στεγνή φωνή του αφηγητή. Οι ηθοποιοί ως επί το πλείστον ερασιτέχνες. Η μουσική υπόκρουση βασιζόταν σε τοπικά πανηγύρια, τα οποία η κάμερα και τα μαγνητόφωνα είχαν καταγράψει με εθνογραφικό ζήλο.

Μπορούμε να αναστοχαστούμε αυτό το παρελθόν χωρίς τον Αγγελόπουλο, αλλά με τα ίδια υλικά σήμερα; Η απάντηση είναι «ναι»: η κάμερα επιστρέφει στο χωριό της Ηπείρου, στον τόπο του «εγκλήματος», 44 χρόνια μετά, σ’ ένα ντοκιμαντέρ μικρού μήκους του Βασίλη Λουλέ και των φοιτητών του στο πλαίσιο ενός κινηματογραφικού εργαστηρίου, αναζητώντας τη σχέση του χθες με το σήμερα. Η ταινία εστιάζει στον Λευτέρη Ρίζο που έκανε ένα γρήγορο πέρασμα μπροστά στην κάμερα του Αγγελόπουλου υποδυόμενος το «θύμα» κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης της αστυνομίας. Μέσα από τις ενθυμήσεις του γηραιού πλέον κομπάρσου ξετυλίγεται όλη η αναμέτρηση με τον χρόνο, με το παρελθόν, με την Ιστορία. Ο Λουλές δούλεψε συστηματικά με τον Λευτέρη, όπως ακριβώς είχε κάνει και σε παλαιότερες δουλειές του που επικεντρώνονταν σε συγκεκριμένους χαρακτήρες. Στο «Συναντήσεις με τη μητέρα μου Λέλα Καραγιάννη» (2005), για παράδειγμα, εστίασε αποκλειστικά στον γιο της.

Αιχμηρό σχόλιο

Ενώ όμως στην περίπτωση εκείνη ο γιος μιλούσε για την ηρωίδα μητέρα, έχοντας και ο ίδιος περάσει από βασανιστήρια στην περίοδο της Κατοχής –με άλλα λόγια, η κάμερα εστίαζε στους πρωταγωνιστές–, αυτή τη φορά η ταινία με πολύ έξυπνο τρόπο ζουμάρει στον κομπάρσο, κάνοντας ένα αιχμηρό σχόλιο όχι απλώς πάνω στην τέχνη του κινηματογράφου αλλά και στην ίδια τη ζωή.

Η δουλειά που ο καλός σκηνοθέτης κάνει στις συνεντεύξεις είναι εξαιρετική – όπως και στο συγκλονιστικό «Φιλιά εις τα παιδιά» (2012), με θέμα τα κρυμμένα Εβραιόπουλα στην Ελλάδα της Κατοχής. Ο Λουλές σκάβει μέσα στους πληροφοριοδότες του και αποτυπώνει τη συγκίνησή τους χωρίς ψεγάδια. Κοιτώντας κατάματα την εικόνα γίνεται η αποτίμηση. Τι έγινε σωστά, τι πήγε λάθος; Οπως και στον Αγγελόπουλο, έτσι κι εδώ γίνεται μια αναπαράσταση της αναπαράστασης. Βλέπουμε την επίμαχη σκηνή ξανά και ξανά. «Ετσι έγινε;» ρωτάει ο αστυνομικός στην ταινία τη γυναίκα του θύματος μπροστά στον νεαρό τότε Λευτέρη, στον λαιμό του οποίου περνάνε την τριχιά. Μια βασανιστική επανάληψη για τον ίδιο που παρακολουθεί την προβολή της ταινίας σήμερα και νιώθει πως δεν έκανε σωστά τη δουλειά του. «Γιατί δεν αντέδρασα όταν μου ‘βάλαν τη θηλειά;» αναρωτιέται.

Με το σιωπηλό πλάνο της «Αναπαράστασης» στο μπακράουντ, όπου οι πρωταγωνιστές όρθιοι σιωπούν αφού όλα έχουν πλέον αποκαλυφθεί, «σχολιάζεται» τόσο η ηθική των ηρώων του Αγγελόπουλου όσο και του ίδιου του Λευτέρη. Υποκινούμενος από τη θεματολογία του έργου (και παροτρυνόμενος από τον Λουλέ), ο Λευτέρης σχολιάζει την ίδια του την προσωπική ζωή και ηθική. Συγκινείται όταν βλέπει στο πανί τον φίλο του που έχει πεθάνει εδώ και καιρό να υποδύεται ακμαιότατος ακόμα τον χωροφύλακα, και αναπολεί το παρελθόν που υπήρξε γυναικάς, μετανιώνοντας ταυτόχρονα για τους ανθρώπους που έχει πληγώσει. Στο τέλος, μονολογεί: «Ματαιότης!». Η ταινία ξεκινά, λοιπόν, ως ένα ηθογραφικό ή σινεφίλ σχόλιο και καταλήγει ως μια υπαρξιακή σημείωση για την αναπαράσταση αλλά και την ίδια τη ζωή.

Οπως σχολιάζει ο Λουλές, «η θηλειά της ταινίας, η ηθική των ηρώων της, η ζωή του Λευτέρη με το κινηματογραφικό συνεργείο, η εμπειρία που τον σημάδεψε, η δική του προσωπική ζωή και ηθική, οι φίλοι που έφυγαν. Ολα αποκτούν για τον ίδιο ένα άλλο νόημα τώρα, κοιτάζοντάς τα ξανά, με τη σοφία, την πικρία και το χιούμορ των 92 του χρόνων».

Η «Θηλειά» όμως μας καλεί να θυμηθούμε τα θέματα που έθιγε η πρωτότυπη ταινία. Θυμόμαστε τη μετανάστευση στη Γερμανία, τη σκληρή επαρχία, τη «φονική» ελληνική οικογένεια και κοινωνία. Ζητήματα που ξαναβγήκαν στο προσκήνιο και καίνε ακόμα την Ελλάδα της κρίσης. Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, λοιπόν, σε μια βάση ρήξεων αλλά και συνεχειών. Η εικόνα αναζητεί τα ακριβή σημεία όπου γυρίστηκε η ταινία στο Μονοδένδρι Ιωαννίνων, το σπίτι όπου «έγινε» το φονικό, τα δρομάκια του χωριού. Μέχρι και η μουσική υπόκρουση παραμένει η ίδια: η «Κοντούλα λεμονιά», σπαραχτικά και μοναδικά τραγουδισμένη. Μόνες διαφορές η πατίνα του χρόνου και η απουσία της ασπρόμαυρης, μουντής, μελαγχολικής φωτογραφίας του Γιώργου Αρβανίτη. Το 1969 ασπρόμαυρο, το 2013 έγχρωμο.

Η θηλειά, λοιπόν, που μας πνίγει είναι ο χρόνος. Είναι ο νεκρός Αγγελόπουλος. Είναι η αναμέτρηση με το χθες. Οπως και στη συγκινητική «Επιστροφή του Ε.Χ. Γονατά» της Εύας Στεφανή, έτσι και εδώ βλέπουμε κάποιον να κοιτάει και να αναμετριέται με την παλιά του εικόνα (παρότι εδώ η εικόνα είναι διαμεσολαβημένη μέσα από τη μυθοπλασία). Αναμέτρηση που γίνεται ακόμη πιο γλαφυρή μέσα από το κοντράστ του ακμαίου γέρου και των νέων επίδοξων ντοκιμαντεριστών που διακρίνονται φλου στο βάθος. Τα παιδιά που παίρνουν –όπως κι εμείς– από έναν κομπάρσο της ταινίας μαθήματα για τη ζωή.
Αναποδογύρισμα των ρόλων και αντιστροφή των κανονικοτήτων σ’ ένα μικρό διαμάντι μόλις δώδεκα λεπτών από τον Βασίλη Λουλέ και τους συνεχιστές του.

​​Το ντοκιμαντέρ του Βασίλη Λουλέ «Θηλιά» θα προβληθεί στις 26/9, ώρα 19.30, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, αμέσως πριν από την ταινία «Images» του Ρόμπερτ Αλτμαν, στο πλαίσιο του 20ού Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας.

* Ο κ. Κωστής Κορνέτης διδάσκει Σύγχρονη Ιστορία στο Κέντρο Ευρωπαϊκών και Μεσογειακών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.

Πηγή: http://www.kathimerini.gr

banner-article

Ροη ειδήσεων